Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ


Κάπως αλλιώτικα φαίνεται ότι φυσάνε οι αέρηδες τελευταία στο Αιγαίο και ένας ήχος, ως της θάλασσας το κύμα ή ως τον αέναο κυματισμό των καλαμιών στις ρεματιές, ένας ήχος που έρχεται ήμερος πλέον από τα βάθη του χρόνου και την ψυχή της ιθαγένειας, σιγά – σιγά κατακτά το χώρο που του αφαίρεσαν τα λογής αλλότρια και βαρβαρικά όργανα.
Ο λόγος για τη τσαμπούνα που, ενώ πολλοί πίστευαν πως έχει σιωπήσει διαπαντός, να που ως εκ θαύματος ακούγεται συχνότερα σε όλο και περισσότερα νησιά και συμμετέχει ισότιμα με άλλα όργανα σε γιορτές και μεγάλα πανηγύρια. Που οφείλεται το γεγονός; Μα φυσικά στο ότι σε όλο το Αιγαίο υπήρξαν φωνές που μπορεί να μη σχολίασαν δυνατά την άρνησή τους στη επέλαση των ξένων ήχων αλλά σεμνά ακούμπησαν στα δικά τους όργανα και τα φρόντισαν μέχρι να περάσει η καταιγίδα των συρμών που επέβαλε ο ισοπεδωτικός τουρισμός.
Και σαν αποδείχθηκε πως όλα είχαν κούφιους ήχους, τα ξανάβγαλαν και άρχισαν να παίζουν, να διδάσκουν νεώτερους και να αμιλλώνται σε ένα αγώνα που η διάκριση περιορίζεται στο πόσο βαθιά από το χρόνο μπορεί να ακουστεί ο ήχος από μια τσαμπούνα και ποιες ρίζες του τόπου θα κάνει πάλι να σαλέψουν. Ήδη σε πολλά νησιά έχουν δηλωθεί ως ενεργοί πυρήνες πολλές συντροφιές τσαμπουνιέρηδων, δημιούργησαν ένα δίκτυο επικοινωνίας και έχουν κάνει τις πρώτες διακυκλαδικές και διαιγιακές συναντήσεις τους τη χρονιά που πέρασε. Για φέτος μαθαίνουμε, πως το καλοκαίρι στο Αιγαίο η τσαμπούνα θα ξανακερδίσει τη θέση που είχε και από τους πρωτεργάτες της κίνησης είναι ο συναρπαστικός σε αυτή την τέχνη αγρότης Φραγκίσκος Παλαιολόγος από το ωραίο Σαν Μιχάλη της Σύρου συνοδευόμενος πάντα στο τουμπερλέκι από τον Δημήτρη Αγγέλου η Μίμη, έναν από τους πιο ονομαστούς ψαράδες της Σύρου.


Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, 26/01/09.

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΩΝ ΕΞΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΝ ΑΡΑΧΘΟ


Πλατάνια πάνω από το ρου του ποταμού
αγωνίζονται για το ποιο θα ανέβει πιο ψηλά

Πόσο όμορφη είναι η Ελλάδα, δεν χρειάζεται να το επαναλαμβάνουμε· ούτε και πόσο ασπροσδόκητη στις όψεις της μπορεί, επίσης, να εμφανίζεται. Όσες φορές κι αν δούμε ένα τόπο, κάθε φορά θα είναι διαφορετικός· όλο και κάτι καινούργιο θα πέφτει στην αντίληψή μας κι όταν μάλιστα, έχουμε φίλους που θέλουν να μας γνωρίσουν κάποιες γωνιές που μόνο αυτοί ξέρουν, χωρίς δεύτερη κουβέντα τους ακολουθούμε…

Μαζί με τον Ανδρέα και τον Πάνο από τη Σκούπα Άρτας, ένα χωριό κάτω από το αυστηρό Ξηροβούνι και απέναντι από τα επιβλητικά Τζουμέρκα περπατήσαμε πριν από λίγες ημέρες ένα άγνωστο μονοπάτι, δίπλα από τον θεογέννητο ποταμό Άραχθο. Ένα μονοπάτι που ξεκινάει από την κοίτη του ποταμού κάτω από το χωριό Δαφνωτή και καταλήγει στον Κάρδαμπο της Σκούπας, μπροστά στην καινούργια γέφυρα του Τζαρή. Ένα μονοπάτι που ελάχιστοι εκτός από τους Σκουπιώτες γνωρίζουν και το οποίο, δεν θα υπήρχε, αν οι πρόγονοί τους δεν επιχειρούσαν κάποτε να τραβήξουν μέσω αυτού λίγο από το νερό του ποταμού για ποτίζουν τα χωράφια τους. Αρδευτικό αυλάκι ήταν και όταν εγκαταλείφθηκε, εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου σε ένα πρώτης τάξεως μονοπάτι που διασχίζει μια από τις καθαρότερες γωνιές της Ελλάδας, την κοιλάδα του μέσου Αράχθου και θέτει σε λειτουργία όλες τις αισθήσεις.
Επτά χιλιόμετρα, γεμάτα εικόνες από ένα δάσος που επιστρέφει στην αρχέγονη μορφή του καθώς πιά τίποτα δεν το απειλεί, είναι αυτό το μονοπάτι. Το μάτι δεν μπορεί να χορτάσει από τόσα και τόσα σχήματα κορμών δέντρων και σώματα θάμνων που προσπαθούν να ξεπεράσει ο ένας τον άλλο σε ένα διαρκές κυνηγητό προς το φως του ήλιου. Όλα ψηλώνουν εκεί μέσα, ακόμα και οι δάφνες που σπέρνουν άθελά τους τα πουλιά στο αυλάκι, βιάζονται κι αυτές να σηκωθούν γρήγορα ψηλά.
.
Όλα τα δέντρα και τα κλαριά τον περασμένο μήνα ήταν φορτωμένα με υπερόχα χρώματα. Το ξανθοκίτρινο των σφένταμων, το κατακκόκινο της πορδαλιάς, το δροσερό πράσινο της κουμαριάς και το βαθυγάλαζο των μέλεγων κυριαρχούσαν σε όλο τον τόπο. Άστραφταν τα φύλλα στα ξέφωτα που πλημμύριζαν οι ακτίνες του ήλιου, έλαμπαν με το σοβαρό, θαμπό πράσινο, στη σκιά τους οι φυλλωσιές των χαμόδεντρων. Και το ποτάμι, έτρεχε όπως μια κινηματογραφική ταινία μπροστά μας, πότε φαίνονταν λαμπερό να κυλάει αργά στο γιαλό και πότε πίσω από τα πλατάνια έμοιαζε να παίζει κρυφτούλι με τα βήματά μας.
Σε όλο το μήκος του μονοπατιού, ένα διαρκές μουρμουρητό από την κοίτη του ποταμού κάλυπτε το περπάτημά μας. Ο Άραχθος που ακόμα και το φθινόπωρο μπορεί να κουβαλάει αρκετά νερά μαζί του, δεν κάνει πολλή φασαρία και μόνο όταν στρίβει απότομα σε κάποια σημεία, τότε δηλώνει με παφλασμούς το πέρασμά του ανάμεσα στα μεγάλα λιθάρια. Το μουρμουρητό του ποταμού διέκοπταν κάποιες στιγμές μόνο οι φωνές των πουλιών μέσα από κλαδιά των δέντρων. Λίγα, και επιφυλακτικά πρόσεχαν τις κινήσεις τους και δεν φανέρωναν άσκοπα την υπάρξή τους από το φόβο των κυνηγών.
.
Το μονοπάτι ήταν γεμάτο φθινοπωρινές οσμές· ήταν ο καιρός που άρχιζαν να λιώνουν τα φύλλα και η όσφρηση πλημμύριζε από το έργο της αποσύνθεσης που συντελούνταν στο έδαφος, σε κάθε σημείο της διαδρομής. Κάθε φύλλο σαν τελειώνει τον κύκλο της ζωής του έχει και διαφορετική μυρωδιά, σαν τους ανθρώπους κι αυτά, διαφέρουν κανένα δεν είναι το ίδιο με το άλλο. Μια αψιά, άγνωστη για πολλούς μυρωδιά πλανιόνταν σε πολλά σημεία του μονοπατιού, σαν κάποιο ιδρωμένο μεγάλο ζώο είχε περάσει απ’ εκεί. Ήταν οι μεριές λουφάζουν τα αγριογούρουνα ή εκεί που ψάχουν για ρίζες και καρπούς κάτω από τα δέντρα.
Τα πόδια απολάμβαναν το βαθύ περπάτημα στους σωρούς από τα φύλλα και τον πυκνό κισσό που σκεπάζει το μονοπάτι. Σε κανένα σχεδόν σημείο, εκτός από εκεί
που έχουν γίνει κάποιες ελαφρές κατολισθήσεις δεν φαίνεται πουθενά γυμνό το χώμα. Πουθενά δεν αφήναμε ίχνη, το μονοπάτι πίσω μας έμοιαζε σαν να μην είχε πατηθεί από κανένα. Με τα χέρια παραμερίζαμε που και που κάποια κλαριά που έχουν ριχτεί μέσα στο μονοπάτι.
.
Όχι πως δεν συμμετέχει και η γεύση σε αυτό το φθινοπωρινό περπάτημά μας. Οι χιλιάδες κατακκόκινοι καρποί της κουμαριάς, κρέμονταν σαν ρουμπίνια, σαν σκουλαρίκια στα κλαριά, ανάμεσα στα λαμπερά φύλλα και μας προκαλούσαν να τους δοκιμάσουμε. Δεν διστάσαμε και δεν σκεφτήκαμε πως μπορεί να λείψουν από τα πουλιά γιατί το δάσος είναι γεμάτο κουμαριές κι αυτά εξάλλου μπορούν να βολευτούν και με τους καρπούς της δάφνης, των πυράκανθων, του κισσού και τα βελανίδια. Δεν διστάσαμε επίσης να δοκιμάσουμε και λίγα από τα υπέροχα ξυνόμηλα των αγριόμηλων που βρήκαμε σωρούς μπροστά μας.
Υπάρχουν δυο τρόποι να γνωρίσετε αυτό το μοναδικό μονοπάτι της Μέσα Ελλάδας. Ο ένας είναι να κατεβείτε με τα πόδια από τη Δαφνωτή μέχρι τον Άραχθο ή από τον Κάρδαμπο να προωθηθείτε εκεί με αυτοκίνητο μέσα από ένα στενό δασικό δρόμο.
Ο άλλος είναι να κινηθείτε ανάποδα από τη ροή του νερού και από τον Κάρδαμπο, να πάρετε το μονοπάτι και να φθάσετε στη δέση κι από εκεί να καταλήξετε με τα πόδια στη Δαφνωτή ή με αυτοκίνητο να επιστρέψετε στον Κάρδαμπο. Κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσετε το μονοπάτι, είναι ο πρώτος, να ακολουθήσετε δηλαδή το ρου του ποταμού και οπωσδήποτε, αν πρόκειται για πρώτη φορά, να πάτε μαζί με κάποιον ντόπιο.
.
Αφού φθάσετε λοιπόν στο σημείο που καταλήγει ο δασικός δρόμος κάτω από τη Δαφνωτή, θα βρεθείτε σε ένα μεγάλο άνοιγμα της κοίτης του ποταμού, λίγο πιο κάτω από τη συμβολή του Λεπιανίτικου ρέματος και το σημείο που μέλει να υψωθεί το φράγμα του Αγίου Νικολάου που θα κόψει για δεύτερη φορά τον ποταμό στη μέση. Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο μέρος, με τον ποταμό καθώς κατεβαίνει να σχηματίζει μια μεγάλη στροφή, να χαϊδεύεται από τη μια στα σκληρά βράχια της όχθης από την μεριά του χωριού Ρωμανός και από την άλλη να τρίβεται στα μεγάλα λιθάρια της μικρής λογγάς στην περιοχή που καλείται Στώμη.
Εκεί, από στην άκρη του ποταμού κοντά στα μεγάλα λιθάρια και τους βιρούς που ζουν ακόμα βίδρες, αρχίζει να διακρίνεται το μονοπάτι και ανεπαίσθητα αρχίζει να ανεβαίνει ψηλότερα από το γιαλό και να χώνεται πίσω από τα πλατάνια που έχουν θρασσέψει προς την πλευρά του ποταμού. Πρέπει να πούμε πως το μονοπάτι, δεν είναι ορατό σε όλο το μήκος από την πλευρά του ποταμού καθώς εύρρωστα πλατάνια και τα άλλα πυκνά δέντρα που είναι ριζωμένα κάτω από το αυλάκι τον κρύβουν. Στα σημεία που αραιώνουν, τότε εμφανίζεται ο Άραχθος να κυλάει πότε ήρεμος στον γιαλό με τα χαλίκια και πότε αφριεμένος να αλέθει πέτρες και χαλίκια στις στροφές του.
.
Λίγο μετά από το Λιαπατέϊκο λαγκάδι, φθάνουμε σε ένα δασωμένο σημείο κάτω από το συνοικισμό Φράξος, που λέγεται Ναστέϊκα. Εκεί λίγο πιό πάνω από το μονοπάτι, πνιγμένα μέσα στα δέντρα υπάρχουν και κάποια παρατημένα σπίτια, χαρακτηριστικά της ντόπιας αρχιτεκτονικής. Κάτω από το άλλο σημείο που καλείται Σαγανέϊκα, ο ποταμός φαίνεται να κάνει μια υπέροχη στροφή προς την απέναντι όχθη και το σημείο λέγεται, άγνωστο για ποιο λόγο Γύρα του Καπετάνου. Κι εκεί λίγο πιό πάνω από τα τεράστια πλατάνια που πνίγουν οι κισσοί στο Καλοκαιρινό, στέκει ακόμη όρθιο το παλιό ωραίο σπίτι του Νάστου που επιχείρησαν ανεπιτυχώς να κάψουν οι Γερμανοί και αγναντεύει την ωραία στροφή του ποταμού που καλείται Ναστεϊκα.
Πρέπει να πούμε πως το μονοπάτι σε όλο το μήκος του καθαρίστηκε με έξοδα του Δήμου Ξεροβουνίου μόλις πέρσι και ο δήμαρχος Λεωνίδας Τσιάπαλης που το θεωρεί ως ένα σημαντικό μνημείο της περιοχής θέλει να το διατηρεί ανοιχτό και προσπελάσιμο όλο το χρόνο. Σύντομα δε πρόκειται να προχωρήσει και στην σηματοδότησή του. Ένα τμήμα του, από τον Κάρδαμπο μέχρι το Στεφάνι του Χριστόφορου είχε ανοιχτεί παλιότερα από την Αδελφότητα Σκούπας και αυτό ήταν η αρχή να συνεχίσει ο Δήμος την λαμπρή πρωτοβουλία που θα ζωντανέψει την κοιλάδα.
.
Το μονοπάτι δεν παρουσιάζει καμμιά ιδιαίτερη δυσκολία, προχωρά μέσα στην κοίτη του παλιού αυλακιού και καθώς ανεβαίνει και δεν το φθάνουν οι κορυφές των δέντρων μπρορούμε να βλέπουμε χαμηλά τον ποταμό και να αγναντεύουμε τα απέναντι ψηλά, απόκρημνα βράχια. Η πρώτη εντύπωση που δίνει αυτή η ορθοπλαγιά, είναι ότι αυτό το σημείο είναι απάτητο όχι μόνο από ανθρώπους, αλλά και από κατσίκια. Αυτό που σήμερα φαίνεται ακατόρθωτο, το έκανε ένα βράδυ στα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου κάποιος Χαρίτος ο οποίος κατάφερε να γλυτώσει από αυτό τους διώκτες του περνώντας από αυτή την απάτητη πλαγιά. Ως ανάμνηση του κατορθώματος αυτού, οι ντόπιοι αναφέρονται στο σημείο με τον υπαινικτικό χαρακτηρισμό «Απ΄εδώ πέρασε ο Χαρίτος».
Το πιο επιβλητικό σημείο του μονοπατιού είναι το σημείο που καλείται Στεφάνι του Χριστόφορου, ένα στενό πέρασμα που κρέμεται κυριολεκτικά πάνω από το ποτάμι σε ύψος περίπου 20 μέτρων. Με λίγη προσοχή, οι δυσκολίες σε αυτό το σημείο του μονοπατιού ξεπερνιούνται γρήγορα και μόλις βγούμε από το Στεφάνι του Χριστόφορου βρισκόμαστε στο Καλάμι, ένα σκιερό και ιδιαίτερα υγρό μέρος όπου οι κορμοί των δέντρων είναι τυλιγμένοι, όπως σε κάποια τροπικά δάση με βρύα.
.
Εκεί το ποτάμι απομακρύνεται από την όχθη της Σκούπας και αγγίζει απέναντι την όχθη με τα θεριωμένα πλατάνια όπου κάποτε υπήρχε ένας μύλος, ο καλούμενος ως ο μύλος του Φλούδα. Εκείνος ο μυλωνάς είχε φτιάξει ένα αυλάκι να φέρνει νερό από το ποτάμι στο μύλο, ένα αυλάκι το οποίο κι αυτό έχει γίνει ένα ωραίο παραποτάμιο μονοπατάκι.
Είμαστε ήδη αρκετά ψηλά και μακριά από το ποτάμι όταν βλέπουμε κάτω από το σημείο που καλείται Μαύρα Λιθάρια, έναν άνθρωπο να ψαρεύει με αγκίστρια σε ένα άπλωμα της κοίτης και μας έρχονται στο μυαλό τα λόγια, του δραστήριου Μήτρου Λάμπρου που ζει ακόμα στον Κάρδαμπο, για τα χρόνια που το αυλάκι, εκτός από νερό πλημμύριζε τα χωράφια με ψάρια και με χέλια. Τώρα, μετά την κατασκευή των φράγματων του Πουρναρίου, τα ψάρια λιγόστεψαν ενώ τα χέλια εξαφανίστηκαν.
Σύντομα βρισκόμαστε στο σημείο που καλείται Μαύρα Λιθάρια, από τις μεγάλες μαύρες πέτρες που ήταν στην άκρη του γιαλού. Παλιότερα, δίπλα στο μονοπάτι υπήρχε μια πηγή η οποία χάθηκε κάτω από τα μπάζα μιας μεγάλης κατολίσθησης. Ήδη βλέπουμε από κοντά την ολοκαίνουργη γέφυρα του Τζαρή και καταλαβαίνουμε πως το μονοπάτι τελειώνει. Μαζί του τελειώνουν και οι σκέψεις πως ένα μεγάλο έργο μιας εποχής που πέρασε, τουλάχιστον δεν έχει διαλυθεί και με άλλο ρόλο επανέρχεται στη ζωή των ανθρώπων. Το αυλάκι που έχει γίνει σήμερα ένα εξαίρετο μονοπάτι, είχε ανοιχτεί το 1956 – 57 και είχε στοιχίσει 300 χιλιάδες τοτινές δραχμές και πότιζε 250 στρέμματα με δυναμικές για την περιοχή καλλιέργειες. Κάποια εποχή μάλιστα κατάφεραν και πέρασαν νερό απ’ αυτό το αυλάκι και στα απέναντι χωριά. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, κρατιόνταν όρθιος και ο κατά εικοσιπέντε μέτρα απαραίτητος για τη διοχέτευση του νερού υψηλός πύργος κοντά στο σημείο που λέγεται Μελίσσια του ποταμού. Έπεσε και καθώς όλες οι καλλιέργειες είχαν εγκαταληφθεί, δεν χρειάστηκε να τον ξαναστήσουν. Όπως δεν χρειάστηκε, από το 1975 και δώθε να καθαρίσουν το αυλάκι. Έτσι στεγνό, μετά από 30 χρόνια εξελίσσεται τώρα στο όμορφο μονοπάτι της Σκούπας.

Μια ζωγραφιά ο Άραχθος καθώς κατεβαίνει και ακουμπά στην όχθη του Φλούδα

Στα Ναστεϊκα οι βελανιδιές δεν αφήνουν ούτε το φως να φθάσει στο έδαφος
Ο πλάτανος θρέφει με τις σάρκες του τα κυκλάμινα που φύτρωσαν στην κουφάλα

Τα πλατάνια σκύβουν σα να θέλουν να χαϊδέψουν με τα κλαδιά τους το ποτάμι

Το ποτάμι περνά μεγαλόπρεπο κάτω από πλατάνια που θρασσεύουν στις όχθες του

Το ποτάμι περνά μεγαλόπρεπο κάτω από την βραχώδη πλαγιά του Χαρίτου

Απ’ αυτή την ορθοπλαγιά ξέφυγε κάποια νύχτα ο Χαρίτος και της έδωσε το όνομά του

Ένα δέντρο κουρασμένο έγειρε να ξαπλώσει μέσα μονοπάτι που πνίγει ο κισσός

Πλατάνια πάνω από το ρου του ποταμού αγωνίζονται για το ποιο θα ανέβει πιο ψηλά

Μια βίδρα περπάτησε στη λάσπη ανάμεσα στα μεγάλα κοτρώνια κοντά στη Δέση

Οι πορδαλιές με τα πυρόχρωμα φύλλα τους πυρπολούν κατά συστάδες το δάσος

Ο πυκνός κισσός έγινε δεύτερο δέρμα στην τεράστια πέτρα που έκλεισε το μονοπάτι.

Όπου βαθαίνει το ποτάμι όλο και κάποια ψάρια ξεγελιούνται από τα δολώματα.

Η κουμαριά έχει στρώσει στα κλαδιά της το δείπνο των πουλιών του δάσους
Το κείμενο και κάποιες φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "Γεωτρόπιο" τον Ιανουάριο του 2005. Από εκείνη την φθινοπωρινή εξόρμηση στον Άραχθο υπάρχει και άλλο ωραίο φωτογραφικό υλικό το οποίο σύντομα θα δημοσιευτεί σε ξεχωριστή σελίδα.