Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

ΤΟ "ΚΑΡΑΒΑΚΙ" ΞΑΝΑΣΦΥΡΙΖΕΙ ΣΤΗ ΣΥΡΟ


Μέσα σε σφυρίγματα από μπουρούδες από μεγάλα κοχύλια, εορταστικούς ήχους από φλογέρες και ταμπιά, κανονιές από το χαρτονένια κανόνια του ομοίωματος του πολεμικού σκάφους που κρατούσαν στα χέρια τους τα παιδιά που τραγουδούσαν κάποτε τα παραδοσιακά πρωτοχρονιάτικα κάλαντα έκλεινε πάντοτε η χρονιά στη Σύρο του εμπορίου και της ναυτιλίας. Ήταν μια ωραία συνήθεια που χαίρονταν όλοι οι Συριανοί και δήλωνε τη στενή τους σχέση με τη θάλασσα ενώ περιποιούσε και τιμή για ένα σκάφος του στόλου που ξεχώριζε κάθε εποχή, το «Αβέρωφ» παλιότερα ή το «Έλλη» τα μεταπολεμικά χρόνια και σαν έθιμο διατηρήθηκε μέχρι το 1955 – 1956 οπότε, όπως και πολλά άλλα υποχώρησε μπροστά σε άλλα «μοντέρνα» και αμφίβολα.
Ήταν μια γιορτινή στιγμή που έλειψε από τον τόπο μας λέει ο Νίκος Σολάρης, δάσκαλος χορού και ερευνητής της παράδοσης και της ιστορίας της Σύρου και γι’ αυτό με πρωτοβουλία του Λυκείου Ελληνίδων μια μεγάλη παρέα παιδιών, πριν από 15 περίπου χρόνια ξαναβγήκε στους δρόμους, αναβίωσε το «Καραβάκι» κι έτσι αποκαταστάθηκε κατά κάποιο τρόπο η παράδοση. Τα πρώτα σκάφη που κράτησαν τα παιδιά στα χέρια τους ήταν επίσης χαρτονένια τα οποία ως είναι επόμενο διαλύονταν από το τρέξιμο σε όλους τους δρόμους και τις γειτονιές και τη κακοκαιρία. Γι’ αυτό ένας άνθρωπος που νοσταλγούσε την παλιά Σύρα και την παράδοσή της, ο Παν. Μηλιώτης που συμμετείχε στα κάλαντα εκείνων των χρόνων έφτιαξε και δώρισε στο Λύκειο, ένα μεγάλο ομοίωμα του πολεμικού «Θύελλα» με το οποίο σήμερα τα παιδιά του Λυκείου θα ταξιδέψουν τους Συριανούς σε άλλες εποχές.

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

ΣΤΟ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΓΑΡΔΙΚΙ ΟΜΙΛΑΙΩΝ

Είναι κανένας εδώ;

Δυο βαθιές αυλακιές στη χιονισμένη ράχη των Αγίων Θεοδώρων είναι ο δρόμος που οδηγεί σε ένα χωριό τυλιγμένο στο λευκό πέπλο του χειμώνα· όποιος δεν έχει επισκεφθεί άλλη φορά τον τόπο, με τίποτα δεν καταλαβαίνει ότι φθάνει στο Γαρδίκι Ομιλαίων, πρωτεύουσα άλλοτε ενός ιστορικού Δήμου στη Δυτική Φθιώτιδα. Ακόμα και η πινακίδα που το δηλώνει ήταν θαμμένη στο χιόνι…

Χωρίς καμιά διάκριση, το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα· από τις σιωπηλές, βαριές πετρόχτιστες εκκλησίες και το βουβό σχολείο, μέχρι τα παλιά και τα καινούργια σπίτια, τα εικονίσματα, τις αποθήκες και τις αχυρώνες. Είχε ντύσει με λευκά άμφια επισκόπων τα σοβαρά έλατα, αλλά δεν είχε ξεχάσει να τυλίξει με χιονόσκονη και τα κλαδιά των οπωροφόρων δέντρων, ούτε και τα χαλκόχρωμα φύλλα των δρυών λησμόνησε να στολίσει με ελαφρές νιφάδες.
Χωρίς να κάνει καμιά διάκριση είχε σκεπάσει τις στέγες με τα παλιά κεραμίδια, τις τσιμεντόπλακες και τους τσίγκους. Εκεί μετράει το μπόι του το χιόνι, πάνω στις στέγες και τις καμινάδες. Η ξεσκούφωτη όμως καμινάδα, αυτομάτως δηλώνει ότι αυτό το σπίτι κάποια φωτιά το ζεσταίνει, όπως και στις στέγες που κυλάει εύκολα το χιόνι, αυτές σκεπάζουν συνήθως ένα σπίτι που θερμαίνεται. Σε αντίθετη περίπτωση, το σπίτι είναι άδειο και παγωμένο.
Σε αυτές τις κρύες στέγες θριαμβεύει η γεωμετρία των λευκών όγκων που με θαυμαστή ποικιλία αναπτύσσεται στις επιφάνειες και δίνει βάρος στις ακμές που χάνονται στον γαλακτώδη ορίζοντα της αραιής χιονόπτωσης. Μια γεωμετρία που σκεπάζει τα άδεια σπίτια και κατά κάποιο τρόπο υποβάλλει στον επισκέπτη ένα δέος απέναντι στο λευκό θηρίο που από πολλούς λέγεται και χειμώνας.
Από τα κεραμίδια των παγωμένων στεγών, σε πυκνή διάταξη κρέμονταν τεράστια κρύσταλλα, κάποια ξεπερνούσαν στο μπόι το ένα μέτρο και άλλα ήταν όσο ο καρπός ενός αντρικού χεριού χοντρά. Τα μεγαλύτερα κρέμονταν από τα κεραμίδια της κεντρικής εκκλησίας, της Παναγίας, πάνω από την είσοδό της. Μεγάλα, βαριά σαν σπαθιά γιγάντων κρέμονταν στον παγωμένο αέρα και έδειχναν να μη τρομάζουν από καμμιάς καμπάνας τον ήχο. Κάθε μέρα μεγαλώναν όλο και περισσότερο και αν κρατούσε μερικές εβδομάδες ο χειμώνας θα μπορούσαν να φθάσουν ως το έδαφος, μας είπε ένας γέροντας που ξεχειμωνιάζει στο Γαρδίκι. Πράγματι, αν όλο το Φλεβάρη η θερμοκρασία κρατιόνταν κάτω από το μηδέν, τότε ίσως τα κρυστάλλινα σπαθιά που κρέμονταν πάνω από την είσοδο της εκκλησίας θα μπορούσαν να φθάσουν μέχρι το κατώφλι της πόρτας. Κανένας δεν θα βρίσκονταν εκεί να τους κόψει τη φόρα, κανένας να τα σπάσει.

Στο λευκό πολτό που κάλυπτε το βουβό χωριό, το μόνο χρώμα που έχει ένα δεύτερο λόγο, ήταν το γκρίζο μαύρο και αυτό φορούσαν ακόμα και τα πράσινα έλατα για να μπορέσουν να δηλώσουν την παρουσία τους, να μη περάσουν δήθεν απαρατήρητα από το βλέμμα του επισκέπτη. Μόνο το μαύρο ξεμυτούσε σε κάποια σημεία, διασκέδαζε το βλέμμα και σιωπηλά υπενθύμιζε το πόσο παροδικό ήταν το βαρύ λευκό που κάλυπτε ακόμα και τα νερά. Σε λίγα σημεία μπορούσες να καταλάβεις ότι κάτω από το χιόνι υπάρχουν κάποιες βρύσες οι οποίες λειτουργούν αθόρυβα και τα νερά τους άνοιγαν κρυφές, επικίνδυνες για τον περιπατητή διόδους για να βγουν στα ρέματα.
Φωνάξαμε, ούτε τον αντίλαλο της φωνής μας δεν ακούσαμε, τίποτα δεν μας απάντησε. Ούτε μια τούφα χιόνι δεν σάλεψε από τα κλαριά, κανένα παραθύρι δεν έτριξε, καμμιά πόρτα δεν κουνήθηκε. Το χωριό έμοιαζε ακατοίκητο, ο θολός από τις νιφάδες του χιονιού αέρας δεν έφερνε από πουθενά καπνό, τίποτα δεν μύριζε εκτός από χιόνι και πάγο. Τίποτα δεν ακούστηκε, ούτε ένα γάβγισμα να σε καλωσορίζει ή να σε διώχνει.
Κι όμως στο σιωπηλό χωριό την προηγούμενη ημέρα είχαν περάσει τα μηχανήματα και άνοιξαν τον κεντρικό δρόμο ο οποίος είχε μετατραπεί σε μια πρώτης τάξεως παγωμένη πίστα. Το καθάρισμα του δρόμου το οποίο υπαγορεύονταν από τη συνέπεια της τοπικής αρχής απέναντι στους ελάχιστους που παραμένουν το χειμώνα στο Γαρδίκι, ακυρώθηκε εν μέρει από το χιόνι την ίδια νύχτα. Μόνο ειδικά εξοπλισμένα αυτοκίνητα μπορούσαν να διαβούν τον επικίνδυνο δρόμο που έμοιαζε με μεγάλο αυλάκι μέσα στο χωριό.
Ένα μέτρο και είκοσι πόντους κάτω από την επιφάνεια του χιονιού ήταν χωμένο το κατάστρωμά του! Έξω από το δρόμο, τίποτα δεν ήταν συγκεκριμένο, ούτε μονοπάτια ξεχωρίζαμε, ούτε χωράφια. Κάτω από το χιόνι χάνονταν οι φράχτες, αδειάζει η ιδιοκτησία, το δικό σου και το δικό μου έχαναν το σύνορό τους και μόνο κάτι λίγα πουλιά βεβαίωναν ότι μέσα στο χωριό λειτουργούσε ο χρόνος. Πουλιά του χιονιά που πετούσαν μουδιασμένα και με άδεια στομάχια. Στη λευκή παραζάλη που ζούσαν, ελάχιστοι ήταν οι σπόροι που θα μπορούσαν να βρουν να ξεγελάσουν την πείνα τους. Πουθενά, σε ολόκληρο το χωριό δεν ήταν δυνατόν να βρουν κάτι να τραφούν αφού σε κανένα σπίτι δεν υπήρχε ένα τουλάχιστον κοτέτσι για να περισσεύουν από τις κότες κάποιοι σπόροι. Γι’ αυτό μόλις αντιλαμβάνονταν ότι ανοίγει η πόρτα ενός σπιτιού, ως δια μαγείας εμφανίζονταν στα κατώφλια μικρές ομάδες από σπουργίτια, μοναχικούς κομπογιάννους, κατάμαυρα κοτσύφια και άλλα μικροπούλια. Ξέρουν ότι από το τραπέζι όλο και κάτι θα περισσέψει και γι’ αυτά.
Δε λαθεύουν, σε όλο το χωριό δεν πάει ούτε ένα ψίχουλο χαμένο, ούτε μια φλούδα στα σκουπίδια γιατί όπως μάθαμε, ορισμένοι ανεβαίνουν με οποιοδήποτε καιρό στο Γαρδίκι να ρίξουν λίγους σπόρους στα πεινασμένα πουλιά και να ταίσουν κάποιους άμοιρους σκύλους που βολοδέρνουν ξεχασμένοι στο χωριό. Μόλις ακούσουν μηχανή αυτοκινήτου, τα απελπισμένα ζώα αμέσως σπεύδουν στο σημείο που σταματάει και τρέχουν στο σπίτι που φωτίζεται. Από πείρας ξέρουν ότι εκεί θα βρούνε για δυο – τρεις ημέρες φαγητό και σαν φύγουν οι επισκέπτες, σίγουρα θα τους αφήσουν αρκετά κόκαλα και πολλά αποφάγια. Το ίδιο πιάτο μοιράζονται πολλές φορές μαζί με τους σκύλους και κάτι λίγες γάτες και τα αγρίμια του δάσους. Αλεπούδες, κουνάβια και πολλά τρωκτικά εμφανίζονται στα κατώφλια των κλειστών σπιτιών και μοιράζονται τη δοκιμασία της επιβίωσης με τα παρατημένα κατοικίδια.

Η αγωνία της επιβίωσής των ζωντανών τους στο χιονισμένο χωριό και η παρουσία των ανθρώπων διακρίνονταν από τον «ντορό», όπως λέγονται τα σημάδια που αφήνουν πίσω τους οι άνθρωποι και τα ζώα πάνω και μέσα στο χιόνι. Ο ντορός ξεκινάει με τη δρασκελιά του πρώτου που θα πατήσει το χιόνι και εξελίσσεται με το βήμα του επομένου και ούτω καθεξής. Έτσι σιγά - σιγά ανοίγεται ένα μονοπάτι μέσα στο χιόνι, μονοπάτι που πολλές φορές βρίσκεται αρκετά ψηλά από το παγωμένο έδαφος.
Αν τύχει και χιονίσει πάλι πάνω από τα πρώτα βήματα, ανεβαίνει το ύψος του ανάλογα. Αν δε παγώσει, τότε τα πράγματα δεν είναι τόσο ασφαλή. Ο διαβάτης πρέπει να προσέχει που πατάει και να βάζει το πόδι του στην πατημασιά του προηγουμένου. Εννοείται πως σε κάθε περίπτωση το ραβδί ή η γκλίτσα είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για το περπάτημα μέσα στο χιόνι.
Ο ντορός μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με τη γραμμή που αφήνει πίσω του ένα σκάφος στη θάλασσα. Όπως το επόμενο κύμα θα έρθει και θα σκεπάσει τα ίχνη, έτσι και η συνεχιζόμενη χιονόπτωση θα σκεπάσει τα ίχνη του βήματος.
Την επομένη πολλές φορές ημέρα, είναι σχεδόν αδύνατον να διακριθεί ο χθεσινός ντορός, χάνεται η σιγουριά και ο περιπατητής μάλλον θα πρέπει να ανοίξει καινούργιο.
Με κόπο ανοίξαμε ντορό στους χιονισμένους δρόμους του χωριού, σαν να ήμασταν εντεταλμένοι από κάποια αρχή ή τους Γαρδικιώτες που απουσιάζουν να δούμε αν τα σπίτια τους είναι εντάξει, περπατήσαμε όλα τα σοκάκια και σταθήκαμε μπροστά σε κάθε αυλόθυρα. Με δυσκολία ανεβήκαμε στην πάνω γειτονιά, όπου το χιόνι είχε τσιμπήσει μερικούς πόντους παραπάνω απ’ ότι στην πλατεία, φθάσαμε σχεδόν στο δάσος κι εκεί σταματήσαμε. Τα χιονισμένα έλατα είχαν δημιουργήσει ένα παγωμένο τείχος που εμπόδιζε οτιδήποτε να περάσει μέσα στο δάσος που έμοιαζε σαν μαγεμένο. Δεν τολμήσαμε να μπούμε μέσα σε αυτό το μυθικό κόσμο όπου σίγουρα δεν θα βρίσκαμε ξωτικά και νεράϊδες.
Το χιόνι που έπεφτε από τα κλαδιά θα μας σκέπαζε αμέσως.
Γυρίσαμε στο χωριό και περπατήσαμε στις γειτονιές βουτώντας μέχρι το στήθος στο χιόνι. Δεν χτυπήσαμε καμμιά πόρτα γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι κανένας δεν θα μας αποκριθεί και κανείς δεν θα μας καλωσορίσει, κανένας δεν θα ανοίξει την πόρτα του και δεν θα μας οδηγήσει στο τζάκι να ζεσταθούμε. Καινούργια σπίτια, μεγάλα παλιά δίπατα και άλλα με ένα σωρό κατασκευές κολλημένες πάνω τους, όλα ήταν βουβά και παγωμένα.
Μια γενιά πίσω, πριν από καμμιά τριανταριά χρόνια δηλαδή, κανένα απ’ αυτά τα σπίτια που στέναζαν από το βάρος του χιονιού στη στέγη τους και την ερημιά στο κορμί τους δεν ήταν ακατοίκητο και βεβαίως καλά προετοιμασμένο να δεχθεί το βαρύτερο χειμώνα, ο οποίος, δεν έφερνε πάντα μαζί του τη συμφορά καθώς είχε να κάνει με τη σωστή προετοιμασία του κάθε σπιτιού. Οι νοικοκυραίοι φρόντιζαν από το καλοκαίρι για τα εφόδια του σπιτιού, τρόφιμα, ξύλα, αλάτι, πετρέλαιο καθώς και για ζωοτροφές, ανάλογα με τον αριθμό των μελών κάθε οικογένειας και φυσικά του κοπαδιού. Εθεωρείτο δε αρκετά υποτιμητικό για κάποιον να τρέξει την τελευταία στιγμή στο μύλο για να αλέσει γεννήματα. Αυτός για την τάξη του χωριού ήταν λίγο πολύ άχρηστος και κατά συνθήκη γινόταν ο περίγελως του τόπου. Πολλές φορές μάλιστα η σκληρότητα που έδειχναν στον ακαμάτη συγχωριανό ήταν απίστευτη. Το ίδιο συνέβαινε και για τον άνθρωπο που δεν είχε φροντίσει για το κοπάδι του.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε πως για να φθάσουν οι ζωοτροφές, οι άνθρωποι κατέφευγαν στα κλαδιά των ελάτων που κι αυτά δεν ήταν και τόσο άφθονα καθώς όλοι ανέβαιναν και τα κλάριζαν. Ένα άλλο συμπλήρωμα της τροφής του κοπαδιού ήταν ο μελάς (ιξός) ένα παράσιτο που ζει στα έλατα και τα πράσινα σαρκώδη φύλλα του ήταν εξαιρετική τροφή για τα ζώα και ιδιαίτερα για τα γεννημένα.
Το πιο σοβαρό πρόβλημα που δημιουργούσε παλιότερα ο χειμώνας ήταν η επικοινωνία καθώς το χιόνι έκλεινε όλα τα μονοπάτια και οι ορεινές διαβάσεις γίνονταν ιδιαίτερα επικίνδυνες. Τότε τα χωριά ξέχναγαν τις ανάγκες και τις διαφορές, κλείνονταν στον εαυτό τους και μόνο όταν δεν φαινόταν βαρύς ο καιρός, τότε τολμούσαν κάποιοι να ξεκινήσουν για τον έξω κόσμο, επί του προκειμένου για την κοντινή Σπερχειάδα για να προμηθευτούν τα απαραίτητα. Έμπαιναν μπροστά οι πιο δυνατοί να ανοίξουν δρόμο, ακολουθούσαν οι ασθενέστεροι και ένας πίσω από το άλλο βάδιζαν στις χιονισμένες πλαγιές με το φόβο πάντα να τους θάψει κανένα ξαφνικό ανεμοσούρι. Βιάζονταν να πάνε στον προορισμό τους και να γυρίσουν αμέσως, την ίδια αν ήταν δυνατόν ή την επόμενη ημέρα, μη και αλλάξει ο καιρός και τους κλείσει για πολλές μέρες μακριά από το χωριό. Ολο χωριό περίμενε καρτερικά να διαβεί ο χειμώνας, να δρασκελίσει η χειμωνιά
και τον επικίνδυνο Μάρτη και να αρχίσουν να λιώνουν τα χιόνια. Η καλοκαιρία ήταν ορατή καθώς ανέβαινε σιγά σιγά από τις ποταμιές προς τις πλαγιές των βουνών. Τότε ήταν που ολόκληρα τα χωριά μεταφέρονταν στα χωράφια που ήταν κοντά στα ποτάμια για να βοσκήσουν τα κοπάδια και βεβαίως να τα καθαρίσουν από τα κλαδιά των δέντρων που σώριασε το χιόνι σ’ αυτά.
Προχωρώντας οι ημέρες, το χωριό και τα ζωντανά ανέβαινε σιγά – σιγά ψηλότερα μέχρι τα μέσα του Απρίλη που σχεδόν ο χειμώνας αποχωρούσε από τον τόπο και περιορίζονταν ψηλότερα.
Μαζί με τους λίγους άλλους που είχαν ανέβει εκείνο το διήμερο στο Γαρδίκι, αποχαιρετήσαμε το βουβό χωριό και φύγαμε όπως είχαμε έρθει. Χωρίς κανένας να μας πάρει είδηση! Φύγαμε έχοντας εκπληρώσει ο καθένας το σκοπό του. Άλλοι είχαν πάει να ταίσει τα πουλιά και τα σκυλιά, άλλοι να δουν αν άντεξε το χιόνι η στέγη του πατρικού σπιτιού, άλλοι να ανοίξουν την πόρτα των λίγων γερόντων κι εμείς για να δούμε τελικά τη φωνή μας να βουλιάζει στο χιονισμένο τόπο και να σβήνει πίσω από τις διπλομανταλωμένες, κρύες πόρτες.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αν βρεθείτε καταχείμωνο και μεσοβδόμαδα στο Γαρδίκι, είμαι βέβαιος ότι θα θυμηθείτε και θα σχολιάσετε αυτό το κείμενο. Αν όμως αποφασίσετε να το επισκεφθείτε κάποιο συνηθισμένο Σαββατοκύριακο, τότε και πόρτες ανοιχτές θα δείτε, και παράθυρα φωτισμένα και καπνό να ανεβαίνει από τα τζάκια των σπιτιών και τη σόμπα του καφενείου. Σε περίπτωση δε που έχουν εκδηλωθεί έντονες χιονοπτώσεις, καλό είναι να ενημερωθείτε πρώτα από το Αστυνομικό Τμήμα Σπερχειάδας για την κατάσταση του δρόμου.
Δημοσιεύτηκε στο "Γεωτρόπιο" τεύχος 296, 12 Μαρτίου 2005.