Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

ΤΟ "ΚΑΡΑΒΑΚΙ" ΞΑΝΑΣΦΥΡΙΖΕΙ ΣΤΗ ΣΥΡΟ


Μέσα σε σφυρίγματα από μπουρούδες από μεγάλα κοχύλια, εορταστικούς ήχους από φλογέρες και ταμπιά, κανονιές από το χαρτονένια κανόνια του ομοίωματος του πολεμικού σκάφους που κρατούσαν στα χέρια τους τα παιδιά που τραγουδούσαν κάποτε τα παραδοσιακά πρωτοχρονιάτικα κάλαντα έκλεινε πάντοτε η χρονιά στη Σύρο του εμπορίου και της ναυτιλίας. Ήταν μια ωραία συνήθεια που χαίρονταν όλοι οι Συριανοί και δήλωνε τη στενή τους σχέση με τη θάλασσα ενώ περιποιούσε και τιμή για ένα σκάφος του στόλου που ξεχώριζε κάθε εποχή, το «Αβέρωφ» παλιότερα ή το «Έλλη» τα μεταπολεμικά χρόνια και σαν έθιμο διατηρήθηκε μέχρι το 1955 – 1956 οπότε, όπως και πολλά άλλα υποχώρησε μπροστά σε άλλα «μοντέρνα» και αμφίβολα.
Ήταν μια γιορτινή στιγμή που έλειψε από τον τόπο μας λέει ο Νίκος Σολάρης, δάσκαλος χορού και ερευνητής της παράδοσης και της ιστορίας της Σύρου και γι’ αυτό με πρωτοβουλία του Λυκείου Ελληνίδων μια μεγάλη παρέα παιδιών, πριν από 15 περίπου χρόνια ξαναβγήκε στους δρόμους, αναβίωσε το «Καραβάκι» κι έτσι αποκαταστάθηκε κατά κάποιο τρόπο η παράδοση. Τα πρώτα σκάφη που κράτησαν τα παιδιά στα χέρια τους ήταν επίσης χαρτονένια τα οποία ως είναι επόμενο διαλύονταν από το τρέξιμο σε όλους τους δρόμους και τις γειτονιές και τη κακοκαιρία. Γι’ αυτό ένας άνθρωπος που νοσταλγούσε την παλιά Σύρα και την παράδοσή της, ο Παν. Μηλιώτης που συμμετείχε στα κάλαντα εκείνων των χρόνων έφτιαξε και δώρισε στο Λύκειο, ένα μεγάλο ομοίωμα του πολεμικού «Θύελλα» με το οποίο σήμερα τα παιδιά του Λυκείου θα ταξιδέψουν τους Συριανούς σε άλλες εποχές.

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

ΣΤΟ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΓΑΡΔΙΚΙ ΟΜΙΛΑΙΩΝ

Είναι κανένας εδώ;

Δυο βαθιές αυλακιές στη χιονισμένη ράχη των Αγίων Θεοδώρων είναι ο δρόμος που οδηγεί σε ένα χωριό τυλιγμένο στο λευκό πέπλο του χειμώνα· όποιος δεν έχει επισκεφθεί άλλη φορά τον τόπο, με τίποτα δεν καταλαβαίνει ότι φθάνει στο Γαρδίκι Ομιλαίων, πρωτεύουσα άλλοτε ενός ιστορικού Δήμου στη Δυτική Φθιώτιδα. Ακόμα και η πινακίδα που το δηλώνει ήταν θαμμένη στο χιόνι…

Χωρίς καμιά διάκριση, το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα· από τις σιωπηλές, βαριές πετρόχτιστες εκκλησίες και το βουβό σχολείο, μέχρι τα παλιά και τα καινούργια σπίτια, τα εικονίσματα, τις αποθήκες και τις αχυρώνες. Είχε ντύσει με λευκά άμφια επισκόπων τα σοβαρά έλατα, αλλά δεν είχε ξεχάσει να τυλίξει με χιονόσκονη και τα κλαδιά των οπωροφόρων δέντρων, ούτε και τα χαλκόχρωμα φύλλα των δρυών λησμόνησε να στολίσει με ελαφρές νιφάδες.
Χωρίς να κάνει καμιά διάκριση είχε σκεπάσει τις στέγες με τα παλιά κεραμίδια, τις τσιμεντόπλακες και τους τσίγκους. Εκεί μετράει το μπόι του το χιόνι, πάνω στις στέγες και τις καμινάδες. Η ξεσκούφωτη όμως καμινάδα, αυτομάτως δηλώνει ότι αυτό το σπίτι κάποια φωτιά το ζεσταίνει, όπως και στις στέγες που κυλάει εύκολα το χιόνι, αυτές σκεπάζουν συνήθως ένα σπίτι που θερμαίνεται. Σε αντίθετη περίπτωση, το σπίτι είναι άδειο και παγωμένο.
Σε αυτές τις κρύες στέγες θριαμβεύει η γεωμετρία των λευκών όγκων που με θαυμαστή ποικιλία αναπτύσσεται στις επιφάνειες και δίνει βάρος στις ακμές που χάνονται στον γαλακτώδη ορίζοντα της αραιής χιονόπτωσης. Μια γεωμετρία που σκεπάζει τα άδεια σπίτια και κατά κάποιο τρόπο υποβάλλει στον επισκέπτη ένα δέος απέναντι στο λευκό θηρίο που από πολλούς λέγεται και χειμώνας.
Από τα κεραμίδια των παγωμένων στεγών, σε πυκνή διάταξη κρέμονταν τεράστια κρύσταλλα, κάποια ξεπερνούσαν στο μπόι το ένα μέτρο και άλλα ήταν όσο ο καρπός ενός αντρικού χεριού χοντρά. Τα μεγαλύτερα κρέμονταν από τα κεραμίδια της κεντρικής εκκλησίας, της Παναγίας, πάνω από την είσοδό της. Μεγάλα, βαριά σαν σπαθιά γιγάντων κρέμονταν στον παγωμένο αέρα και έδειχναν να μη τρομάζουν από καμμιάς καμπάνας τον ήχο. Κάθε μέρα μεγαλώναν όλο και περισσότερο και αν κρατούσε μερικές εβδομάδες ο χειμώνας θα μπορούσαν να φθάσουν ως το έδαφος, μας είπε ένας γέροντας που ξεχειμωνιάζει στο Γαρδίκι. Πράγματι, αν όλο το Φλεβάρη η θερμοκρασία κρατιόνταν κάτω από το μηδέν, τότε ίσως τα κρυστάλλινα σπαθιά που κρέμονταν πάνω από την είσοδο της εκκλησίας θα μπορούσαν να φθάσουν μέχρι το κατώφλι της πόρτας. Κανένας δεν θα βρίσκονταν εκεί να τους κόψει τη φόρα, κανένας να τα σπάσει.

Στο λευκό πολτό που κάλυπτε το βουβό χωριό, το μόνο χρώμα που έχει ένα δεύτερο λόγο, ήταν το γκρίζο μαύρο και αυτό φορούσαν ακόμα και τα πράσινα έλατα για να μπορέσουν να δηλώσουν την παρουσία τους, να μη περάσουν δήθεν απαρατήρητα από το βλέμμα του επισκέπτη. Μόνο το μαύρο ξεμυτούσε σε κάποια σημεία, διασκέδαζε το βλέμμα και σιωπηλά υπενθύμιζε το πόσο παροδικό ήταν το βαρύ λευκό που κάλυπτε ακόμα και τα νερά. Σε λίγα σημεία μπορούσες να καταλάβεις ότι κάτω από το χιόνι υπάρχουν κάποιες βρύσες οι οποίες λειτουργούν αθόρυβα και τα νερά τους άνοιγαν κρυφές, επικίνδυνες για τον περιπατητή διόδους για να βγουν στα ρέματα.
Φωνάξαμε, ούτε τον αντίλαλο της φωνής μας δεν ακούσαμε, τίποτα δεν μας απάντησε. Ούτε μια τούφα χιόνι δεν σάλεψε από τα κλαριά, κανένα παραθύρι δεν έτριξε, καμμιά πόρτα δεν κουνήθηκε. Το χωριό έμοιαζε ακατοίκητο, ο θολός από τις νιφάδες του χιονιού αέρας δεν έφερνε από πουθενά καπνό, τίποτα δεν μύριζε εκτός από χιόνι και πάγο. Τίποτα δεν ακούστηκε, ούτε ένα γάβγισμα να σε καλωσορίζει ή να σε διώχνει.
Κι όμως στο σιωπηλό χωριό την προηγούμενη ημέρα είχαν περάσει τα μηχανήματα και άνοιξαν τον κεντρικό δρόμο ο οποίος είχε μετατραπεί σε μια πρώτης τάξεως παγωμένη πίστα. Το καθάρισμα του δρόμου το οποίο υπαγορεύονταν από τη συνέπεια της τοπικής αρχής απέναντι στους ελάχιστους που παραμένουν το χειμώνα στο Γαρδίκι, ακυρώθηκε εν μέρει από το χιόνι την ίδια νύχτα. Μόνο ειδικά εξοπλισμένα αυτοκίνητα μπορούσαν να διαβούν τον επικίνδυνο δρόμο που έμοιαζε με μεγάλο αυλάκι μέσα στο χωριό.
Ένα μέτρο και είκοσι πόντους κάτω από την επιφάνεια του χιονιού ήταν χωμένο το κατάστρωμά του! Έξω από το δρόμο, τίποτα δεν ήταν συγκεκριμένο, ούτε μονοπάτια ξεχωρίζαμε, ούτε χωράφια. Κάτω από το χιόνι χάνονταν οι φράχτες, αδειάζει η ιδιοκτησία, το δικό σου και το δικό μου έχαναν το σύνορό τους και μόνο κάτι λίγα πουλιά βεβαίωναν ότι μέσα στο χωριό λειτουργούσε ο χρόνος. Πουλιά του χιονιά που πετούσαν μουδιασμένα και με άδεια στομάχια. Στη λευκή παραζάλη που ζούσαν, ελάχιστοι ήταν οι σπόροι που θα μπορούσαν να βρουν να ξεγελάσουν την πείνα τους. Πουθενά, σε ολόκληρο το χωριό δεν ήταν δυνατόν να βρουν κάτι να τραφούν αφού σε κανένα σπίτι δεν υπήρχε ένα τουλάχιστον κοτέτσι για να περισσεύουν από τις κότες κάποιοι σπόροι. Γι’ αυτό μόλις αντιλαμβάνονταν ότι ανοίγει η πόρτα ενός σπιτιού, ως δια μαγείας εμφανίζονταν στα κατώφλια μικρές ομάδες από σπουργίτια, μοναχικούς κομπογιάννους, κατάμαυρα κοτσύφια και άλλα μικροπούλια. Ξέρουν ότι από το τραπέζι όλο και κάτι θα περισσέψει και γι’ αυτά.
Δε λαθεύουν, σε όλο το χωριό δεν πάει ούτε ένα ψίχουλο χαμένο, ούτε μια φλούδα στα σκουπίδια γιατί όπως μάθαμε, ορισμένοι ανεβαίνουν με οποιοδήποτε καιρό στο Γαρδίκι να ρίξουν λίγους σπόρους στα πεινασμένα πουλιά και να ταίσουν κάποιους άμοιρους σκύλους που βολοδέρνουν ξεχασμένοι στο χωριό. Μόλις ακούσουν μηχανή αυτοκινήτου, τα απελπισμένα ζώα αμέσως σπεύδουν στο σημείο που σταματάει και τρέχουν στο σπίτι που φωτίζεται. Από πείρας ξέρουν ότι εκεί θα βρούνε για δυο – τρεις ημέρες φαγητό και σαν φύγουν οι επισκέπτες, σίγουρα θα τους αφήσουν αρκετά κόκαλα και πολλά αποφάγια. Το ίδιο πιάτο μοιράζονται πολλές φορές μαζί με τους σκύλους και κάτι λίγες γάτες και τα αγρίμια του δάσους. Αλεπούδες, κουνάβια και πολλά τρωκτικά εμφανίζονται στα κατώφλια των κλειστών σπιτιών και μοιράζονται τη δοκιμασία της επιβίωσης με τα παρατημένα κατοικίδια.

Η αγωνία της επιβίωσής των ζωντανών τους στο χιονισμένο χωριό και η παρουσία των ανθρώπων διακρίνονταν από τον «ντορό», όπως λέγονται τα σημάδια που αφήνουν πίσω τους οι άνθρωποι και τα ζώα πάνω και μέσα στο χιόνι. Ο ντορός ξεκινάει με τη δρασκελιά του πρώτου που θα πατήσει το χιόνι και εξελίσσεται με το βήμα του επομένου και ούτω καθεξής. Έτσι σιγά - σιγά ανοίγεται ένα μονοπάτι μέσα στο χιόνι, μονοπάτι που πολλές φορές βρίσκεται αρκετά ψηλά από το παγωμένο έδαφος.
Αν τύχει και χιονίσει πάλι πάνω από τα πρώτα βήματα, ανεβαίνει το ύψος του ανάλογα. Αν δε παγώσει, τότε τα πράγματα δεν είναι τόσο ασφαλή. Ο διαβάτης πρέπει να προσέχει που πατάει και να βάζει το πόδι του στην πατημασιά του προηγουμένου. Εννοείται πως σε κάθε περίπτωση το ραβδί ή η γκλίτσα είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για το περπάτημα μέσα στο χιόνι.
Ο ντορός μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με τη γραμμή που αφήνει πίσω του ένα σκάφος στη θάλασσα. Όπως το επόμενο κύμα θα έρθει και θα σκεπάσει τα ίχνη, έτσι και η συνεχιζόμενη χιονόπτωση θα σκεπάσει τα ίχνη του βήματος.
Την επομένη πολλές φορές ημέρα, είναι σχεδόν αδύνατον να διακριθεί ο χθεσινός ντορός, χάνεται η σιγουριά και ο περιπατητής μάλλον θα πρέπει να ανοίξει καινούργιο.
Με κόπο ανοίξαμε ντορό στους χιονισμένους δρόμους του χωριού, σαν να ήμασταν εντεταλμένοι από κάποια αρχή ή τους Γαρδικιώτες που απουσιάζουν να δούμε αν τα σπίτια τους είναι εντάξει, περπατήσαμε όλα τα σοκάκια και σταθήκαμε μπροστά σε κάθε αυλόθυρα. Με δυσκολία ανεβήκαμε στην πάνω γειτονιά, όπου το χιόνι είχε τσιμπήσει μερικούς πόντους παραπάνω απ’ ότι στην πλατεία, φθάσαμε σχεδόν στο δάσος κι εκεί σταματήσαμε. Τα χιονισμένα έλατα είχαν δημιουργήσει ένα παγωμένο τείχος που εμπόδιζε οτιδήποτε να περάσει μέσα στο δάσος που έμοιαζε σαν μαγεμένο. Δεν τολμήσαμε να μπούμε μέσα σε αυτό το μυθικό κόσμο όπου σίγουρα δεν θα βρίσκαμε ξωτικά και νεράϊδες.
Το χιόνι που έπεφτε από τα κλαδιά θα μας σκέπαζε αμέσως.
Γυρίσαμε στο χωριό και περπατήσαμε στις γειτονιές βουτώντας μέχρι το στήθος στο χιόνι. Δεν χτυπήσαμε καμμιά πόρτα γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι κανένας δεν θα μας αποκριθεί και κανείς δεν θα μας καλωσορίσει, κανένας δεν θα ανοίξει την πόρτα του και δεν θα μας οδηγήσει στο τζάκι να ζεσταθούμε. Καινούργια σπίτια, μεγάλα παλιά δίπατα και άλλα με ένα σωρό κατασκευές κολλημένες πάνω τους, όλα ήταν βουβά και παγωμένα.
Μια γενιά πίσω, πριν από καμμιά τριανταριά χρόνια δηλαδή, κανένα απ’ αυτά τα σπίτια που στέναζαν από το βάρος του χιονιού στη στέγη τους και την ερημιά στο κορμί τους δεν ήταν ακατοίκητο και βεβαίως καλά προετοιμασμένο να δεχθεί το βαρύτερο χειμώνα, ο οποίος, δεν έφερνε πάντα μαζί του τη συμφορά καθώς είχε να κάνει με τη σωστή προετοιμασία του κάθε σπιτιού. Οι νοικοκυραίοι φρόντιζαν από το καλοκαίρι για τα εφόδια του σπιτιού, τρόφιμα, ξύλα, αλάτι, πετρέλαιο καθώς και για ζωοτροφές, ανάλογα με τον αριθμό των μελών κάθε οικογένειας και φυσικά του κοπαδιού. Εθεωρείτο δε αρκετά υποτιμητικό για κάποιον να τρέξει την τελευταία στιγμή στο μύλο για να αλέσει γεννήματα. Αυτός για την τάξη του χωριού ήταν λίγο πολύ άχρηστος και κατά συνθήκη γινόταν ο περίγελως του τόπου. Πολλές φορές μάλιστα η σκληρότητα που έδειχναν στον ακαμάτη συγχωριανό ήταν απίστευτη. Το ίδιο συνέβαινε και για τον άνθρωπο που δεν είχε φροντίσει για το κοπάδι του.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε πως για να φθάσουν οι ζωοτροφές, οι άνθρωποι κατέφευγαν στα κλαδιά των ελάτων που κι αυτά δεν ήταν και τόσο άφθονα καθώς όλοι ανέβαιναν και τα κλάριζαν. Ένα άλλο συμπλήρωμα της τροφής του κοπαδιού ήταν ο μελάς (ιξός) ένα παράσιτο που ζει στα έλατα και τα πράσινα σαρκώδη φύλλα του ήταν εξαιρετική τροφή για τα ζώα και ιδιαίτερα για τα γεννημένα.
Το πιο σοβαρό πρόβλημα που δημιουργούσε παλιότερα ο χειμώνας ήταν η επικοινωνία καθώς το χιόνι έκλεινε όλα τα μονοπάτια και οι ορεινές διαβάσεις γίνονταν ιδιαίτερα επικίνδυνες. Τότε τα χωριά ξέχναγαν τις ανάγκες και τις διαφορές, κλείνονταν στον εαυτό τους και μόνο όταν δεν φαινόταν βαρύς ο καιρός, τότε τολμούσαν κάποιοι να ξεκινήσουν για τον έξω κόσμο, επί του προκειμένου για την κοντινή Σπερχειάδα για να προμηθευτούν τα απαραίτητα. Έμπαιναν μπροστά οι πιο δυνατοί να ανοίξουν δρόμο, ακολουθούσαν οι ασθενέστεροι και ένας πίσω από το άλλο βάδιζαν στις χιονισμένες πλαγιές με το φόβο πάντα να τους θάψει κανένα ξαφνικό ανεμοσούρι. Βιάζονταν να πάνε στον προορισμό τους και να γυρίσουν αμέσως, την ίδια αν ήταν δυνατόν ή την επόμενη ημέρα, μη και αλλάξει ο καιρός και τους κλείσει για πολλές μέρες μακριά από το χωριό. Ολο χωριό περίμενε καρτερικά να διαβεί ο χειμώνας, να δρασκελίσει η χειμωνιά
και τον επικίνδυνο Μάρτη και να αρχίσουν να λιώνουν τα χιόνια. Η καλοκαιρία ήταν ορατή καθώς ανέβαινε σιγά σιγά από τις ποταμιές προς τις πλαγιές των βουνών. Τότε ήταν που ολόκληρα τα χωριά μεταφέρονταν στα χωράφια που ήταν κοντά στα ποτάμια για να βοσκήσουν τα κοπάδια και βεβαίως να τα καθαρίσουν από τα κλαδιά των δέντρων που σώριασε το χιόνι σ’ αυτά.
Προχωρώντας οι ημέρες, το χωριό και τα ζωντανά ανέβαινε σιγά – σιγά ψηλότερα μέχρι τα μέσα του Απρίλη που σχεδόν ο χειμώνας αποχωρούσε από τον τόπο και περιορίζονταν ψηλότερα.
Μαζί με τους λίγους άλλους που είχαν ανέβει εκείνο το διήμερο στο Γαρδίκι, αποχαιρετήσαμε το βουβό χωριό και φύγαμε όπως είχαμε έρθει. Χωρίς κανένας να μας πάρει είδηση! Φύγαμε έχοντας εκπληρώσει ο καθένας το σκοπό του. Άλλοι είχαν πάει να ταίσει τα πουλιά και τα σκυλιά, άλλοι να δουν αν άντεξε το χιόνι η στέγη του πατρικού σπιτιού, άλλοι να ανοίξουν την πόρτα των λίγων γερόντων κι εμείς για να δούμε τελικά τη φωνή μας να βουλιάζει στο χιονισμένο τόπο και να σβήνει πίσω από τις διπλομανταλωμένες, κρύες πόρτες.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αν βρεθείτε καταχείμωνο και μεσοβδόμαδα στο Γαρδίκι, είμαι βέβαιος ότι θα θυμηθείτε και θα σχολιάσετε αυτό το κείμενο. Αν όμως αποφασίσετε να το επισκεφθείτε κάποιο συνηθισμένο Σαββατοκύριακο, τότε και πόρτες ανοιχτές θα δείτε, και παράθυρα φωτισμένα και καπνό να ανεβαίνει από τα τζάκια των σπιτιών και τη σόμπα του καφενείου. Σε περίπτωση δε που έχουν εκδηλωθεί έντονες χιονοπτώσεις, καλό είναι να ενημερωθείτε πρώτα από το Αστυνομικό Τμήμα Σπερχειάδας για την κατάσταση του δρόμου.
Δημοσιεύτηκε στο "Γεωτρόπιο" τεύχος 296, 12 Μαρτίου 2005.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΝΙΓΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Μπορεί να χάθηκαν τα περισσότερα φιλμ, η μηχανή του Νίκου που «πάγωσε» ιστορικές στιγμές των έργων ζει ακόμα και τον εμπνέει

Ο Νίκος Βλάχος (1928) από τον Ψηλόβραχο του ιστορικού δήμου Παρακαμπυλίων της Αιτωλακαρνανίας, σε όλη του τη ζωή πορεύτηκε με οδηγό την τέχνη που αυθόρμητα πήγαζε από τον τόπο του και τις παραδόσεις του. Αυτοδίδακτος μουσικός, όπως εξάλλου και τα τέσσερα αδέρφια του, δημιούργησαν το περίφημο παραδοσιακό συγκρότημα «οι Βλαχαίοι» και μέχρι τη δεκαετία του ’70, πριν τους σηκώσουν όλους οι άνεμοι της ξενιτιάς, απογείωναν τη χαρά των συντοπιτών με τα όργανά τους. Περίεργος και πρωτοπόρος πάντα ο Νίκος, άρχισε όταν ξεκίνησαν περί το 1960, τα έργα της τεχνητής λίμνης των Κρεμαστών, με μια απλή φωτογραφική μηχανή να βγάζει εισόδημα από τις φωτογραφίες που τραβούσε στα εργοτάξια και τις κατασκευές και τις πουλούσε. Έτσι, γνώρισε όλους τους εργαζόμενους και καθώς έβλεπε την πρόοδο των έργων με ένα άλλο μάτι, κατέγραψε και τις κύριες φάσεις τους καθώς και με πολλή πίκρα, την κατάκλιση της κοιλάδας από τα νερά τον Αύγουστο του 1965. Τα έργα όμως δεν έφεραν την ευτυχία που προπαγάνδιζαν οι εμπνευστές τους, και το 1972, ο Νίκος με τη γυναίκα του Λάμπρω και τα τρία παιδιά τους αναγκάστηκαν να αναζήτησαν καλύτερη τύχη στην Αμερική. Φεύγοντας άφησε το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου του σε μια αποθήκη, την οποία όταν γύρισε δεν βρήκε στη θέση της και από τον ανεκτίμητο θησαυρό του, εντόπισε μόνο μερικές εκατοντάδες αρνητικά σε κάποιο συρτάρι του πατρικού. Αυτά τα ελάχιστα, αλλά ουσιαστικά ντοκουμέντα της μικρής του πατρίδας, ο Νίκος Βλάχος αποφάσισε να τα αναπαράγει και να παραδώσει τις φωτογραφίες στους συντοπίτες του, πριν η λήθη όπως η λάσπη σβήσουν για πάντα από τη μνήμη τους, τη μικρή πατρίδα τους.


Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».




ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ ΑΠΟ ΡΟΖ ΜΕΤΑΞΑΚΙΑ


Ένα μικρό, πυκνό συννεφάκι από λαμπερά μεταξάκια που ξαπλώνει πάνω από ένα τοίχο στην Τρυπητή της Μήλου, είναι το καμάρι της κυρά Μαρίας Βαμβούνη ή Ρολογά, όπως συνηθίζουν στη Μήλο με τα διακριτικά προσωνύμια. Τα πυκνά ροζ μεναξάκια τα οποία καμαρώνει και όλος ο κόσμος που περνάει μπροστά από το σπίτι της είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης και επίμονης προσπάθειας. Πρέπει μάλιστα να ξεπερνούν τα 20 χρόνια από τότε που οι ρίζες τους αναδεύουν το χώμα του κήπου της και είναι ένα λουλούδι, ιθαγενές του τόπου, πιάνεται εύκολα και ανάλογα με την περιποίησή του, ανταμείβει τον άνθρωπο που το φροντίζει. Η κυρά Μαρία προτιμά όπως λέει να έχει στην αυλή της ντόπια λουλούδια και πρασινάδες γιατί είναι απολύτως εξοικειωμένα με το κλίμα της Μήλου και δεν έχουν τις απαιτήσεις, όπως άλλα ξενικά είδη σε νερό και λιπάσματα και σε όλα τα λουλουδικά της δεν βάζει τίποτα άλλο από προσεγμένο σχινόχωμα που συλλέγει η ίδια στις εξοχές του νησιού. Μόλις ξεραθούν τα λαμπερά μεναξάκια περί τα μέσα του Μάη, η αυλή της αρχίζει αμέσως να ευωδιάζει από τους λευκούς κρίνους και μέχρι το φθινόπωρο, ένα μετά το άλλο παίρνουν τη σειρά τους όλα τα λουλούδια της Μήλου. Επί πλέον, το μεταξάκι της που το έχει από την πεθερά της, Καλλίτσα και από το οποίο δίνει ρίζα, όχι μόνο στις γειτόνισσες αλλά και σε όσους περαστικούς το επιθυμούν, από τότε που μακαρίστηκε ο άντρας της Μιχάλης, ένας από τους πιο δραστήριους αγρότες της Μήλου, είναι και η μοναδική συντροφιά της σε ένα σπίτι που βαραίνει η απουσία του νοικοκύρη…


Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
02/06/2008, σελ. 62, στήλη «Ανθρώπινα».

Η ΧΑΜΕΝΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

Αυτό που βάζει στο ταψί της η κυρά Χριστίνα είναι πάντα
το λιγότερο που λείπει από τον κήπο και το αμπάρι της…


Ανέκαθεν ήταν αυτονόητο, το περιβάλλον να διαμορφώνει τις διατροφικές συνήθειες, την πηγή δηλαδή τη ζωής του ανθρώπου και αντιστρόφως, από την εμφάνισή του και μετά ο homo sapiens, να παρεμβαίνει έτσι ώστε να αντλεί από τα αποθέματα της φύσης μόνο τα απαραίτητα για την επιβίωσή του αγαθά. Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι τη στιγμή που η απλή αυτή σχέση που διαχρονικά είχε αναπτύξει ο άνθρωπος με το περιβάλλον διαταράχθηκε από την επιδημία της παγκοσμιοποιημένης «αγοράς» η οποία διέβρωσε κυριολεκτικά τη σοφία που είχαν αναπτύξει γενεές επί γενεών οι άνθρωποι σχετικά με το ζήτημα της διατροφής τους και χαρακτηρίζονταν από την γόνιμη επάρκεια, τον κύκλο της αυτάρκειας και βεβαίως τον κοινό κόπο και λόγο της εκάστοτε τοπικής η μεγαλύτερης κοινωνίας σε κάθε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο.
Σε μια περιοχή που εξαιτίας των ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος της και της γονιμότητας της γης της πάντα διακρίνονταν για την μεγάλη παραγωγή γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, όπως το Μουζάκι της Καρδίτσας, οι δάσκαλοι του εκεί Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης πήραν προσφάτως την πρωτοβουλία να διοργανώσουν για το τριήμερο 9 – 11 Μαίου, σεμινάριο με τον τίτλο «Διατροφή και Περιβάλλον». Στόχος του σεμιναρίου είναι βεβαίως η πρόκληση προς τους μαθητές να στραφούν και να μελετήσουν με προσοχή τη διατροφική παράδοση της περιοχής της αλλά και προς τους μεγάλους, οι οποίοι αφού απερίσκεπτα «δάγκωσαν» το μήλο που τους πρόσφεραν ασυνείδητα οι σειρήνες της σύγχρονης αγοράς, να εκτιμήσουν τα παράδοξα που έγιναν στον κάμπο και στο βουνό και ανέτρεψαν κυριολεκτικά τη ζωή τους. Επειδή μάλιστα αυτοί είναι που κρατούν ακόμη λίγη από τη σοφία που είχε ο παλιός καλλιεργητής και κτηνοτρόφος, σε αυτούς στοχεύει κυρίως ο ιδιαίτερα επίκαιρος προβληματισμός που θέτουν οι δάσκαλοι. (Πληροφορίες 2445043242).



Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
08/05/2008, σελ. 62, στήλη «Ανθρώπινα».

ΟΤΑΝ ΑΡΑΙΩΝΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Δυο τους μέτραγαν τη δύναμή τους
και όλοι τους λογάριαζαν σαν ένα…


Ο μπάρμπα Λάμπρος Γαλάνης (αριστερά) φύτρωσε στο προσήλιο Μυλογόζι – τόπο οιονεί αυτόνομο, ο οποίος μέχρι σήμερα αρδεύεται από την επάρκεια που υπαγόρευε η ζώσα συνέχεια της ορεινής πατρίδας πάνω από τα φοβερά φαράγγια του Αχελώου και αποτελεί συνοικισμό της κοινότητας Μυροφύλλου- μπροστά από καμιά 80αριά χρόνια κι εκεί κοιμήθηκε, πριν από μερικές εβδομάδες. Στη ζωή του, αυτός ο άνθρωπος που, ποιος ξέρει από ποια ιδιότροπη μοίρα της ιθαγένειας, πορεύτηκε παραπληρωματικά με τον μεγαλύτερο αδερφό του Βαγγέλη (δεξιά) και την οικογένειά του, έμοιαζε άτρωτος από το χρόνο και τις συνέπειες που επιφέρει στο σώμα και την ψυχή η εργασία στα χωράφια και το τρέξιμο πίσω από τα κοπάδια των αιγοπροβάτων. Από πάροικος στο διπλοκάμαρο γονείκο σπίτι των Γαλαναίων, μετά την απροσδόκητη χηρεία του μεγαλύτερου αδερφού, εξελίχθηκε σε κύριο συνομιλητή και κυρίως ακροατή του, ο οποίος από την ημέρα που γύρισε από τον πόλεμο της Αλβανίας, την άνοιξη του 1941, ουδέποτε αυτός, αλλά και ο μακαρίτης Λάμπρος, μετακινήθηκαν έστω και για ιατρικές εξετάσεις, λίγο μακρύτερα από το Μυρόφυλλο.
Το καντηλάκι του μπάρμπα Λάμπρου έσβησε ήσυχα μια βραδιά που τα δυο αδέρφια κοιμόνταν δίπλα στο παλαϊακό τζάκι και ο Βαγγέλης τον βρήκε το πρωί παγωμένο. Ότι ακολούθησε, ήταν μέσα στο τυπικό γι’ αυτές τις περιστάσεις που διατηρούν στον τόπο και ως είθισται, το δάκρυ έπρεπε να στεγνώσει σύντομα και ο πόνος να αλαφρώσει γιατί η ζωή έπρεπε πάλι να προχωρήσει. Πως θα προχωρήσει όμως μέσα στη βαθιά μοναξιά, που τούτες τις ημέρες που έρχονται, θάναι για τον γέροντα που έμεινε μόνος του στο έρημο Μυλογόζι, ασήκωτες όσο και ο σταυρός Εκείνου…



Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

Ο ΓΕΝΑΡΧΗΣ ΓΥΡΙΣΕ ΣΤΟ ΚΟΠΑΔΙ

Όλος ο κόσμος του ήταν στο βουνό
κι ο κόπος του εκεί ακόμα ανασαίνει

Όταν πριν από καμιά 75αριά χρόνια άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο ο Βασίλης Σδούκος από το Κεφαλοχώρι -πρώην Λυκόραχη και παλιότερα Λούψικο- της Κόνιτσας, ένα πράγμα έβαλε ως στόχο ζωής. Να κάνει πολλά, πολλά πρόβατα!
Η επιθυμία του αυτή άρχισε να πραγματώνεται και να γίνεται ουσία μετά το 1964, όταν μετά από ένα σωρό περιπέτειες που είχαν σχέση με τις συγκρούσεις του Εμφυλίου στην περιοχή του Γράμου, επέστρεψε από την Αλβανία όπου είχε μετακινηθεί μαζί με άλλους συντοπίτες του για βρίσκονται έξω από το θέατρο των αιματηρών επιχειρήσεων, με καμιά δεκαριά προβατάκια. Αυτό το ισχνό «σημάδι» αποτέλεσε τη μαγιά για ένα μεγάλο κοπάδι που στην περίοδο της ακμής του, μετρούσε 600 κεφάλια και με διάφορες αυξομειώσεις στα χρόνια που πέρασαν, έφτασε να το παραδώσει ακέραιο πριν από ενάμισι χρόνο στο γιο του Δημήτρη που συνεχίζει με επιτυχία την κτηνοτροφική παράδοση της οικογένειας.Από τότε, ο μπάρμπα Βασίλης, έμαθε να ζει με τις μνήμες του και όταν τον πλάκωνε ο καημός του βουνού έπιανε τη φλογέρα του και σαν από θαύμα, ένοιωθε πως ήταν στις Αρένες, στην Πέτρα Μούκα, στον Άνω και Κάτω Καμπίτσιο κοντά στα πρόβατα και ανάμεσα στα υπέροχα σκυλιά του! Τόφεραν όμως τα πράγματα, να τον ανεβάσουν τις μέρες που πέρασαν μέχρι εκεί που βόσκαγε κάποτε το κοπάδι και σαν βρέθηκε ανάμεσά στα πρόβατα, ένοιωσε την ψυχή του να πετάει πάλι στον ουρανό της Πίνδου. Χάιδεψε με τη ματιά του το κοπάδι κι όλα τα ζωντανά μόλις τον κατάλαβαν, σα μαγεμένα έκαναν ένα κύκλο γύρω του για να τον επιβεβαιώσουν ακόμη μια φορά, πως ότι έσπειρε στα νιάτα του, δεν έπεσε σε στέρφο λιβάδι…



Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

ΤΑ ΞΥΛΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΟΥΛΙΑ

Το ξύλο στα χέρια του Αντώνη παίρνει ζωή, γίνεται περιστέρι και μπορεί ακόμα να πετάξει από τα τέμπλα με τα κληματόφυλλα και τα σταφύλια…

Ο κόσμος που γνώρισε ο Αντώνης Ρούσσος στην Πάρο όταν γεννήθηκε ήταν γεμάτος χρώματα, ήχους της γης και μελωδίες των πουλιών, πράσινα φύλλα από αμπέλια, θαλερές κληματόβεργες και κοφίνια με γλυκά σταφύλια, ένας κόσμος που προκαλούσε κάθε τέχνη και αυτόν θέλησε να αναπαραστήσει. Δεν διάλεξε όμως ούτε το περίφημο μάρμαρο του νησιού του, ούτε τη ζωγραφική αλλά ένα άλλο υλικό, σπάνιο στο κυκλαδικό τοπίο, το ξύλο και μόνος του έμαθε να το σκαλίζει με υπομονή και να δημιουργεί με δικά του σχέδια μοναδικά έργα, είτε πρόκειται για τέμπλα, είτε για έπιπλα. Την ξυλουργική ο Αντώνης την έμαθε κοντά στον πεθερό του και μετά ακολούθησε το δικό του δρόμο στην ξυλογλυπτική. Το πρώτο έργο του, πριν από 50 χρόνια ήταν μια μικρή εταζέρα, το σχέδιο της οποίας αντέγραψε από ένα περιοδικό και τη χάρισε τότε στην Κατερίνα, η οποία έμελλε να γίνει γυναίκα του. Από τότε μέχρι σήμερα, στο εργαστήριό του στη Νάουσα (τηλ. 2284051540) που είναι γεμάτο ξύλα, εργαλεία και σχέδια σκάλισε ένα σωρό έπιπλα και αντικείμενα, αλλά τα τελευταία χρόνια μαζί με τον αδελφό του Μανώλη, ασχολούνται αποκλειστικά με τα τέμπλα των εκκλησιών. Το μεγαλύτερο που έφτιαξε έχει 12 μέτρα πλάτος και 5.70 ύψος με δυο ζωφόρους, μια γεμάτη κλήματα και μια γεμάτη λουλούδια του νησιού του και βρίσκεται στην εκκλησία της Θεοσκέπαστης στο Σοχό της Θεσσαλονίκης και ένα άλλο, για το οποίο επίσης καμαρώνει βρίσκεται στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων στις Σπέτσες με την ίδια θεματογραφία. Παράλληλα όμως ο Αντώνης σκαλίζει σε κασέλες πλεούμενα και ιστιοφόρα που θυμάται να έχουν περάσει από το λιμάνι της Νάουσας κι έτσι με τον τρόπο του διασώζει όμορφες εικόνες από τα περασμένα της μικρής του πατρίδας.



Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

ΓΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΑ ΑΠΌ ΤΟ ΓΡΑΜΜΟ

Δεν φτάνει μόνο να καρπίζει το δάσος, χρειάζεται και κάποια τέχνη…

Η Θεοτόκος, παρότι είναι το μικρότερο χωριό του Δήμου Μαστοροχωρίων, γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή εξαιτίας της πυκνής διέλευσης των φορτηγών κυρίως αυτοκινήτων που κατευθύνονται από την Ηγουμενίτσα προς τις βαλκανικές χώρες και τανάπαλιν. Εκεί λοιπόν, πάνω από τον ποταμό Σαραντάπορο, η δραστήρια οικογένεια του Γιώργου Καρανίκα, δημιούργησε το μικρό, αλλά σπουδαίο κατάστημα όπου μπορεί ο περαστικός να βρει καλό φαγητό, παραδοσιακά γλυκά κουταλιού, μαρμελάδες, λικέρ άγριων φρούτων καθώς και πολλά θαυματουργά βότανα από τις πλαγιές του Γράμου.
Ψυχή του καταστήματος είναι η Βούλα (Παρασκευή) και η οποία για να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό που δημιουργούν συνήθως αυτοί οι δρόμοι, στηρίχθηκε όσον αφορά τη μαγειρική στη γόνιμη παράδοση του τόπου της και για τα γλυκά, στα μοναδικά φρούτα που ωριμάζουν στα δάση και τα δέντρα της περιοχής.

Με ιδιαίτερη φροντίδα μαζί με τον άντρα της μαζεύουν κορόμηλα, κυδώνια, κράνια, γκόρτσα, βατόμουρα, άγριες φράουλες και τριαντάφυλλα και χωρίς συντηρητικά δημιουργεί πολύχρωμα βάζα με ευωδιαστές μαρμελάδες, γευστικά γλυκά και υπέροχα λικέρ που φέρουν το χαρακτηριστικό σήμα «Μέλιντρα». (Η ωραία αυτή λέξη προέρχεται από ένα δίστιχο "Κόλιντρα, Μέλιντρα / δώσε μας κυρά καλούδια" των εορταστικών καλάντων που τραγουδούσαν τα παιδιά στην περιοχήτου Γράμμου).
Όλο το χειμώνα που μας πέρασε, η οικογένεια Καρανίκα ασχολήθηκε με την ανακαίνιση του καταστήματος και την οργάνωση του εργαστηρίου (τηλ. 2655081280) και με το τέλος των εργασιών ξεκίνησε την παραγωγή γλυκών με έναν ιδιαίτερο καρπό της άνοιξης, τον ορνό (αρσενική συκιά σημαίνει αυτή η υπέροχη αρχαία λέξη) και αμέσως μετά θα συνεχίσει, ακολουθώντας την πρόοδο της άνοιξης και την ανάπτυξη του καλοκαιριού με την επεξεργασία των ευλογημένων καρπών που πάντα χαρίζει η ηπειρωτική γη.


ΚΛΗΜΑΤΑ ΠΑΛΙΑ ΟΣΟ ΚΑΙ Ο ΤΟΠΟΣ

Για τον Κώστα, κάθε τσαμπί σταφύλια πρέπει να ωριμάσει πάνω στο κλήμα για να μπορέσει έτσι να δώσει το καλύτερο αποτέλεσμα στο βαρέλι…

Πόσα χρόνια μπορεί να τραβάει τη δροσιά της παριανής γης ένα κλήμα και να καρπίζει ακόμα; Στο ερώτημα αυτό κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα, υπάρχουν όμως ακόμα ορισμένοι άνθρωποι που η σχέση τους με τη γη του τόπου τους διατηρείται ακόμη αλώβητη και μπορούν να δώσουν μια πειστική απάντηση. Ένας από αυτούς είναι ο Κώστας Χασούρης, ο οποίος αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο του στα αμπέλια και μάλιστα αυτά που θάλλουν με παραδοσιακά παριανά κλήματα. Αυτός ο άνθρωπος που η πίστη του στη γη της Πάρου είναι ακλόνητη και γι’ αυτή μάλιστα παλεύει από τη θέση του στον ομώνυμο Δήμο, είναι ο πλέον ενδεδειγμένος να μιλήσει για τους θησαυρούς που χαρίζει στον άνθρωπο που την αγαπά και κυρίως για το κρασί που δίνουν τα ονομαστά αμπέλια της Πάρου.
Ο Κώστας καλλιεργεί τα ίδια κλήματα (μαντηλαριά, μονεμβασιά, αηδάνι, σαββατιανό, ροδίτη, φωκιανό) που φύτεψαν οι πρόγονοί του και με την εμπειρία που απέκτησε τόσα χρόνια, δημιουργεί μοναδικά κρασιά γεμάτα αρώματα και γεύσεις. Χωρίς να στηρίζεται σε καμιά συνταγή, βάζει όμως πάντα προυποθέσεις την ακεραιότητα των σταφυλιών τα οποία δεν πρέπει να είναι ραντισμένα, τη σχολαστική καθαριότητα των ξύλινων βαρελιών και την συστηματική παρακολούθηση του ζυμώματος και έτσι δημιουργεί κρασιά για τα οποία όλοι έχουν να μιλάνε. Ο ίδιος λέει πως η φετινή παραγωγή ήταν καλή, βέβαια αν δεν υπήρχε η μεγάλη ξηρασία θα ήταν ακόμα καλύτερη και η ποιότητα των σταφυλιών είναι ανεβασμένη. Όσο για το ερώτημα που τέθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου ο Κώστας είναι σίγουρος πως η μαντηλαριά, μπορεί να δίνει σταφύλια παραπάνω και από πεντακόσια χρόνια!


Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

ΕΝΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΥΔΑ


Τα σωθικά των βουνών που κλείνουν σαν τανάλια τα απόμακρα Άνω Σοχώρια του Προυσού, άδειαζαν πλήθος νερών το χειμώνα και τροφοδοτούσαν τον ήμερο Σοχωρίτη ποταμό που καταλήγει στον Τρικεριώτη, κρατούσαν όμως αρκετές ποσότητες για το καλοκαίρι. Έτσι, χάρη στο Φονιά –το μεγάλο κεφαλόβρυσο που ξεπηδάει λευκό και θορυβώδες στην κορυφή του σιωπηλού χωριού- αλλά και σε πολλές μικρότερες πηγές, αυτός ο κρυφός κόσμος της Ευρυτανίας δεν δίψασε ποτέ και οι κόποι των ανθρώπων στα χωράφια δεν πήγαιναν χαμένοι.
Απ’ όλα τα νερά όμως, κανένα δεν ήταν πιο σπουδαίο και δυνατό, όσο της Σούδα που ξεπηδούν από τη δυτική πλαγιά της κορυφής Αραποκέφαλα και κρέμονται σε ύψος τουλάχιστον 100 μέτρων πριν πέσουν στην κοίτη του ποταμού γεμίζοντας τον αέρα και τα κλαριά των δέντρων με λαμπερή δροσιά και αστραφτερές σταγόνες.
Παλαιότερα, όταν στα Άνω Σοχώρια ζούσαν καμιά εκατοστή άνθρωποι η Σούδα και η ομορφιά της δεν χωρούσε στον αγώνα της επιβίωσης. Τώρα όμως που η νοσταλγία ωθεί πολλούς Σοχωρίτες στην επισκευή των πατρικών τους σπιτιών, η Σούδα αρχίζει να αποκτά εμβληματική έννοια για το χωριό και σιγά – σιγά πολλοί επιθυμούν να την επισκεφτούν. Από τη στιγμή όμως που ο τελευταίος άνθρωπος που βάδισε στο μονοπάτι της έχουν περάσει 40 σχεδόν χρόνια, αυτό κυριολεκτικά έχει σβήσει και η ανακάλυψή του, απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια. Γι’ αυτό ο Μάκης Ραυτογιάννης (φωτογραφία) πρόεδρος του Συλλόγου του χωριού, έχει κηρύξει εκστρατεία και περιμένει πως και πως τους παραθεριστές να φτάσουν στο χωριό και να πιάσουν αξίνες και τσεκούρια να παραμερίσουν το δάσος και να ξαναφτιάξουν το μονοπάτι που θα οδηγεί σε ένα σπουδαίο μνημείο της ευρυτανικής φύσης.
Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

ΣΤΟ "ΠΑΡΑΘΥΡΟ" ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΔΙΑΡΚΩΣ ΧΙΟΝΙΖΕΙ


Από επιλογή που τους υπαγόρευσε η ανάγκη, οι απόμαχοι ΟΓΑδες του βουνού και κάποιοι συνταξιούχοι του ΙΚΑ που ζουν ολοχρονίς στη Νεράϊδα Καρδίτσας (η ωραία Σπινάσα του τέως Δήμου Δολόπων Ευρυτανίας) ζωντανεύουν την ημέρα τους όπως δύναται ο καθένας και όπως βέβαια ο καιρός το επιτρέπει. Με λίγα ζωντανά να περνάει ωφέλιμα η ώρα και με κάτι κηπάρια που ανασταίνουν με πολύ κόπο κάθε άνοιξη ενώ καμιά Κυριακή πηγαίνουν στην εκκλησία και συχνά – πυκνά βλέπουν και τον ταχυδρόμο, ο οποίος τους κομίζει πλέον μόνο τη «λυπητερή». Δηλαδή τους παντοειδείς –πλην εκείνων που συνδέονται με πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια- λογαριασμούς. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και της ΔΕΗ, μέσω του οποίου πληρώνουν και τα τέλη για την τηλεόραση, καθώς γι’ αυτούς ανεξάρτητα από τι βλέπουν- η τηλεόραση παραμένει χρήσιμη και πολύτιμη.
Όταν λοιπόν τελειώσει η απογευματινή συνάντηση για την καθιερωμένη δηλωτή στο χλωμό καφενείο που κλείνει μάλιστα νωρίς – νωρίς, η τηλεόραση στο σπίτι αποτελεί το μόνο παράθυρό του στον άλλο κόσμο. Έτσι θα έπρεπε να ήταν, αλλά εξαιτίας της θέσης που είναι χτισμένο το χωριό, πάνω από τις κλεισούρες του Μέγδοβα και ανάμεσα στις κορυφές των Αγράφων Μάρτσα, Φλίσιος, Κόψη και Παπαδημήτρη το σήμα που λαμβάνουν είναι αδύνατο και έχουν τη συσκευή μόνο σαν φωτιστικό! Επικαλούμενοι λοιπόν τη γεωγραφική θέση της Νεράιδας, χαρακτηρίζουν το γεγονός μεγάλη αδικία. Ξέρουν βεβαίως τι να κάνουν, αλλά όπως το υπολογίζουν, πρέπει όλοι οι γέροντες του χωριού να διαθέσουν τη σύνταξη ενός ολόκληρου μήνα για να αποκτήσουν κεραία, κάτι τέτοιο όμως θα τους δυσκόλευε την κατά πολύ τη ζωή, μια ζωή που θέλουν να συνοδεύεται τουλάχιστον, με τη σωστή εμφάνιση τηλεοπτικών προγραμμάτων στην οθόνη της συσκευή τους.

ΜΕΛΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ

Έτσι βρήκε τα πράγματα με τα μελίσσια ο Βασίλης, έτσι συνεχίζει να τα κρατάει κι έτσι καταφέρνει να μιλάνε όλοι για το μέλι του.

Το καλό μέλι, έχει τα μυστικά του και καλύτερα από όλους το γνωρίζουν εκείνοι οι μελισσοκόμοι που από πατέρα ως πάππο, κρατάνε την απλή παράδοση που θέλει τα μελίσσια να μην απομακρύνονται καθόλου από τον τόπο τους. Αυτό βέβαια συνέβαινε την αποχή που οι δρόμοι για την ορεινή Ελλάδα ήταν μακρινό όνειρο. Μέχρι τότε, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των χωριών είχαν από λίγα μελίσσια, ίσια – ίσια για τις ανάγκες της οικογένειας και να γλυκαίνουν και κάνα ξένο, τα οποία διατηρούσαν και πρόσεχαν σε συγκεκριμένα σημεία των χωραφιών τους ή πολύ συχνά, σε περιφραγμένους με πέτρες χώρους, τα λεγόμενα μελισσομάντρια. Την περίφραξη υπαγόρευε ο κίνδυνος από τα περιφερόμενα ζώα καθώς και η αδιακρισία πολλές φορές των κακών γειτόνων, ενώ για κυψέλες χρησιμοποιούσαν κούφιους κορμούς δέντρων, κυρίως πλατάνων. Όλο το χρόνο λοιπόν τα μελίσσια βρίσκονταν στον ίδιο τόπο και την άνοιξη και το καλοκαίρι τρυγούσαν τα άνθη των λιβαδιών και του δάσους, ενώ το χειμώνα «κοιμόνταν» κάτω από το χιόνι και τη διαρκή επίβλεψη του νοικοκύρη. Αυτή τη παράδοση κρατάει ακόμα ο συνταξιούχος δάσκαλος Βασίλης Αποστόλου από το Λεοντίτο, ή Παλιαντώνης όπως τον ξέρουν όλοι της Ανατολικής Αργιθέας, ο οποίος τώρα που έχει άπειρο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του τον μοιράζει στο χωριό με τους λίγους κατοίκους και φυσικά στα μελίσσια του τα οποία κρατάει μόνιμα στις εξοχές του Λεοντίτου. Έτσι λέει, την άνοιξη, οι μέλισσές του που ξέρουν κι αυτές από γενιά σε γενιά το δρόμο είναι οι πρώτες που πετάνε στο ανθισμένο δάσος και κυριολεκτικά, σαν στο σπίτι τους, ζυμώνουν θαύματα!
Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

ΟΠΩΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΛΕΒΕΝΤΙΑΣ


Είναι το ψηλότερο χωριό της Ρούμελης, η Άμπλιανη για την οποία δίκαια θα μπορούσαμε να πούμε πως παλιότερα δεν ήταν πρώτη μόνο στα «πράματα» αλλά και στ’ άρματα, καθώς οι περίφημοι τσελιγκάδες και τσοπαναραίοι της έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο σε όλους τους αγώνες του 1821. Η φήμη τους για τα «πράματα» κράτησε μέχρι τα πρόσφατα χρόνια που όπως σε όλα τα παραδοσιακά χωριά της ορεινής Ελλάδας διαλύθηκαν τα μεγάλα τσελιγκάτα και σήμερα στα ατέλειωτα λιβάδια της στη Γραμμένη Οξιά δεν ακούγονται παρά ελάχιστα κουδούνια και πουθενά φλογέρα.
Το ένα πράγμα όμως φέρνει το άλλο και επί του προκειμένου την ίδια μοίρα κόντεψε να έχει και η φήμη τους για τα άρματα. Ευτυχώς όμως που χάρη στην πρωτοβουλία που έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια ο δραστήριος εκπολιτιστικός Σύλλογος Αμπλιανιτών «ο Στέγκος» ανήμερα της Αγίας Παρασκευής που θεωρείται η πιο τρανή ημέρα για την Άμπλιανη και γίνεται το μεγάλο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού όπου συνεδρίασαν οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης και αποφάσισαν τον ξεσηκωμό, το απόγευμα μετά τον εσπερινό και τη λιτάνευση της εικόνας κάτω από το ιστορικό πλάτανο στον πάτο του χωριού, οι νέοι και οι νέες ντυμένοι με τις σπουδαίες φορεσιές της Άμπλιανης, πιάνονται χέρι – χέρι και χορεύουν ένα μοναδικό, αυστηρό κλειστό χορό τον περίφημο Στέγκο. Τα λόγια του τραγουδιού αναφέρονται σε ένα κατόρθωμα κάποιου ντόπιου ο οποίος νίκησε τον αράπη που είχαν βάλει οι Τούρκοι για λογαριασμό τους σε ένα αγώνα πάλης, γεγονός που είχε ως συνέπεια την απαλλαγή της περιοχής από τις φορολογικές επιβαρύνσεις, την απρόσκοπτη καλλιέργεια της ελευθερίας και τελικά την προετοιμασία ολόκληρης της περιοχής για τον μεγάλο ξεσηκωμό στον οποίο πρωτοστάτησαν οι Αμπλιανίτες που καμαρώνουν για τον τόπο τους και τον τιμούν όπως πρέπει.


Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

ΤΟ ΚΟΠΑΔΑΚΙ ΤΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ

Μια χαρά βρήκε γενναριάτικα το κοπάδι ο Μενέλαος και το καλοκαίρι, υπολογίζει πως θα μετράει άλλες τόσες γάτες στην αυλή του!

Είναι η καλύτερη συντροφιά το καλοκαίρι οι γάτες για τους εξοδούχους των πόλεων και του κάμπου στα νησιά ή τα ορεινά χωριά τους. Συντροφιά η οποία καμιά φορά μόλις πιάσουν τα κρύα, κυριολεκτικά αφήνεται στην τύχη της. Καθώς μάλιστα τα περισσότερα χωριά αδειάζουν από ανθρώπους, είναι βέβαιο πως κανένα από αυτά τα ζώα δεν θα βρεθεί να προϋπαντήσει στην πόρτα τον άσπλαχνο νοικοκύρη, σαν αυτός επιστρέψει πάλι την άνοιξη στο εξοχικό του. Ο χειμώνας είναι αμείλικτος και καθώς αυτά είναι άμαθα από κυνήγι, θα χαθούν από την πείνα. Μια συνηθισμένη επίσης κατάσταση σε πολλά νησιά και χωριά είναι ένα τσούρμο αδύναμες γάτες και σκύλοι να περιμένουν να ανοίξει η πόρτα κάποιου μαγαζιού να πετάξει κανένα κόκαλο ή τα αποφάγια για να ζήσουν μερικές ημέρες ακόμα μέχρι την άνοιξη.
Έτσι λοιπόν, η ωραία εικόνα από ένα κοπάδι ζωηρότατες γάτες – 13 τον αριθμό, που βγήκαν με βιασύνη μόλις πήραν είδηση το δικηγόρο – συγγραφέα Μενέλαο Παπαδημητρίου να φθάνει στο σπίτι του στο Ανθηρό Αργιθέας, από τον διπλανό αχυρώνα και να παρατάσσεται με υποδειγματική τάξη μπροστά στην αυλόπορτα, αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της αδιαφορίας για τα ξεχασμένα ζωντανά. Το κοπάδι αυτών των γατιών, γνωρίζει πως δυο φορές κάθε μήνα ο Μενέλαος, ο οποίος ασχολείται συστηματικά πλέον με την καταγραφή της ιστορίας της Αργιθέας, θα καταφθάσει στο χωριό με ένα τσουβάλι κονσέρβες, θα τις ταίσει καλά, θα τις χαϊδέψει, θα κουβεντιάσει μαζί τους δυο – τρεις ημέρες και σαν φύγει, θα αφήσει στο θαλερό μπάρμπα Γεωργούλη Κωτή τις υπόλοιπες για το συσσίτιό τους μέχρι την άνοιξη, που αναλαμβάνει πλέον ο ίδιος την καθημερινή φροντίδα τους.
Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

ΒΕΓΓΕΡΑ ΚΑΙ ΕΥΧΕΣ ΣΤΟ ΛΑΓΚΑΔΙ

Ήταν κάποτε σαν ένα μελίσσι γεμάτο ζωή η μικρή κοινότητα των ανθρώπων από τους γειτονικούς συνοικισμούς Λαγκάδι και Κορνέσι του Ανθηρού της βόρειας Αργιθέας. Στην κοιλάδα κάτω από τις ψηλές κορυφές Βερούσια, Γκριλιάγκος, Αιλιάς, Καλατόρι, Πηγάδια και Λούτσα και πάνω από το Ανθηριώτικο ποτάμι, τα χρόνια μετά το 1960 ζούσαν πάνω από 300 άνθρωποι ενώ τώρα δεν ξεπερνούν τις 30 ψυχές. Σε σύγκριση μάλιστα με τους υπολοίπους συνοικισμούς του πάλαι ποτέ μεγάλου Ανθηρού που οριστικά έχουν κλείσει, το Λαγκάδι μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα ζωντανό και το γεγονός επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη χρονιά, το περασμένο Σαββατοκύριακο με τη ωραία γιορτή που διοργάνωσε ο Σύλλογος του χωριού «Οι Άγιοι Ανάργυροι» στο ζεστό καφενείο του παπά Αποστόλη Κλάρα και της γυναίκας του Παναγιώτας. Εκεί συγκεντρώθηκαν όλοι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι που βγάζουν το χειμώνα στο Λαγκάδι να κόψουν την καθιερωμένη βασιλόπιττα, να τραγουδήσουν τα δικά τους αργιθεάτικα και να γιορτάσουν μαζί με το δήμαρχο Αργιθέας, Χρήστο Κανναβό, τον πρόεδρο του Συλλόγου, εκπαιδευτικό Κώστα Γραμμένο και τους φίλους του Ανθηρού που είχαν επισκεφθεί εκείνο το Σαββατοκύριακο το χωριό. Ήταν μια ωραία νύχτα και έγινε ομορφότερη από την παρουσία των μικρών παιδιών – τέσσερα κορίτσια του παπα Αποστόλη και της Παναγιώτας και άλλα δυο, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι του Γιάννη Παπαδήμα και της Λίτσας- που αποτελούν όλα μαζί το καμάρι του Συνοικισμού. Οι σχολικές τους βέβαια υποχρεώσεις τα υποχρεώνουν να ζουν το χειμώνα μακριά από το Λαγκάδι, αλλά για τη γιορτή, ούτε που σκέφτηκαν πως μπορεί να απουσιάσουν και να στερήσουν τους παππούδες και τις γιαγιάδες χωρίς το χαμόγελό τους και τις ευχές τους για μια καλή χρονιά.


Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
01/02/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΓΕΜΑΤΟ ΠΕΡΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΟΠΕΡΙΣΤΕΡΑ

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΥΛΑΚΑΚΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ 60 ΧΡΟΝΙΑ ΚΥΝΗΓΙ ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ

Ο Κώστας Λουλακάκης το 1949 που τον φωτογράφισε ο Ρόμπερτ Λιντέλ πάνω από τα βράχια του Μοναστηριού
Κάποτε κανένα σημείο της Αμοργού δεν ήταν ακαλλιέργητο και όλο το νησί ήταν γεμάτο ζωή και θηράματα


Πάνε καμιά πενηνταριά χρόνια από τότε που ο Κώστας Λουλακάκης εγκατέλειψε την Αμοργό για να εργαστεί στην Αθήνα όπου ζει σήμερα συνταξιούχος. Ο νους του όμως συχνά γυρίζει πίσω και θυμάται, εκτός από τα χρόνια της νιότης του, το νησί και τους ανθρώπους του. Δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια και τα αγαθά της αμοργινής γης δεν έφταναν να γεμίσουν το τραπέζι της οικογένειας. Γι’ αυτό όσοι διέθεταν ένα όπλο κυνηγούσαν, ενώ κάποιοι άλλοι που είχαν βάρκες ψάρευαν.


Ο Κώστας Λουλακάκης ξεκίνησε να κυνηγά το 1949 και το πρώτο θήραμα του ήταν τι άλλο, από πέρδικες, που τότε ήταν γεμάτο το νησί. Εκεί στο Καλογερικό, στο μονοπάτι που οδηγεί ακόμα από τη Χώρα στο μοναδικό μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας ο Ρόμπερτ Λιντέλ, ένας Άγγλος καθηγητής που περιηγούνταν τα ελληνικά νησιά, τον φωτογράφισε και η φωτογραφία αυτή κοσμεί τις σελίδες του ανέκδοτου ακόμη στην Ελλάδα σπουδαίου έργου του, με τις εντυπώσεις του από τα νησιά.
Αυτόν τον άνθρωπο που είχε χαθεί στα μονοπάτια της Αμοργού, ο Κώστας πήρε το βράδυ στο σπίτι του, του έβαλε στο τραπέζει αμοργινές ελιές και φάβα και τον φιλοξένησε μερικές ημέρες. Αποτέλεσμα αυτής της φιλοξενίας ήταν να δημιουργηθεί μια ωραία φιλία με τον Λιντέλ, ο οποίος έζησε κατόπιν και δίδαξε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, φιλία η οποία έκλεισε πριν από τρία χρόνια με το θάνατο του Άγγλου.
Θαυμάζοντας πρόσφατα αυτή τη φωτογραφία η οποία δείχνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα της σκληρής Αμοργού και φυσικά έναν χαρακτηριστικό Αμοργινό νέο με το τουφέκι του στον ώμο ξεκινήσαμε μια όμορφη κουβέντα.
Μια κουβέντα που εκτός από την κυνηγετική του δραστηριότητα επεκτάθηκε σε ένα σωρό πράγματα για την Αμοργό εκείνης της εποχής. Το πρώτο κυνηγετικό όπλο που κράτησε ο Κώστας στα χέρια του ήταν ένα προπολεμικό μονόκαννο εμπροσθογεμές με κόκορα το οποίο είχε γλιτώσει από τους Ιταλούς και το οποίο έχασε, όταν το πήγε αργότερα σε ένα οπλουργό στην Αθήνα για να το μετατρέψει σε οπισθογεμές! Ανάλογα όπλα είχαν και οι υπόλοιποι κυνηγοί της Χώρας, ο Κώστας Βλαβιανός, ο Νικήτας Νομικός του Κουρέα, ο Λευτέρης του Λεσκέρη και ο Μιχάλης Πάσσαρης ή Αλλόκοτος, ο οποίος έκανε και τον οπλουργό. Αυτός είχε φύγει από την Αστυνομία Πόλεων που υπηρετούσε, γύρισε στο νησί και εγκαταστάθηκε σε μια ερημική αγροικιά στο Βουνί και έκανε εργαστήριο επισκευής όπλων και εξυπηρετούσε όλους τους Αμοργίνους.
Στην ομάδα των κυνηγών της Χώρας που κυνηγούσαν στο Βαρμά, στο Λέλη και στο Ρίχτι προς την Αιγιάλη, συμμετείχε τότε και ο χωροφύλακας Γιάννης Δρακάκης,
ο οποίος σήμερα ζει σχεδόν μόνιμα στην Αμοργό και παρά τα χρόνια του είναι ο δεινότερος ψαροντουφεκάς και χταποδάς στη Νικουριά. Ως καλύτερο όμως κυνηγό, όλοι αναγνώριζαν τον Λούκα Βλαβιανό ο οποίος είχε τη δυνατότητα τότε να διαθέτει το μοναδικό δίκανο όπλο στη Χώρα. Σκυλιά θυμάται πως διατηρούσαν μόνο ο Νικήτας Νομικός και ο Γιάννης Δρακάκης.
Ο καλύτερος όμως τόπος της Αμοργού για πέρδικες ήταν ο επιβλητικός, δύσκολος Σταυρός γιατί είχε κτήματα που καλλιεργούσαν Λαγκαδινοί και Θολαριώτες σιτάρια και φάβα και εκεί βοσκούσαν τα πουλιά. Όντως, όποιος περπατήσει σήμερα στο Σταυρό, ένα μοναδικό σημείο της Αμοργού θα δει ότι παντού υπάρχουν χτιά (ξερολιθιές) και πάμπολλα αλώνια στα οποία πήγαιναν τότε κοπάδια – κοπάδια οι πέρδικες, πάνω από 25 πουλιά το καθένα, να πάρουν το μερτικό τους από τη σοδειά.
Ο Κώστας θυμάται την πρώτη επιτυχία του στο Ρίχτι, το 1949 που είχε πάει με το Βαγγέλη Μανιάτικη και χτύπησαν πέντε πέρδικες. Για να εντυπωσιάσουν το χωριό, οι δυο νέοι κυνηγοί, όταν γύριζαν γέμισαν τον τροβά φύλλα και έβαλαν πάνω - πάνω τις πέρδικες να φαίνονται και πέρασαν από την πλατεία. Όσοι τους είδαν νόμισαν πως όλος ο τροβάς ήταν γεμάτος πουλιά και πολλοί ήταν εκείνοι που πήγαν στο σπίτι να δούνε το αποτέλεσμα και στην κατσαρόλα!
Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία του ήταν στον Άγιο Δημήτριο, όταν μια ημέρα είδε το κεφάλι μιας πέρδικας στον ψηλό τοίχο ενός αλωνιού με κατσούνι (φάβα). Την είδε που σηκώθηκε, τη σημάδεψε και έπεσε. Στο μεταξύ, μετά τον πυροβολισμό, το κοπάδι πέταξε προς την αντικρινή πλαγιά και τουφέκισε πάλι. Όταν πήγε να πάρει το χτυπημένο από την πρώτη τουφεκιά πουλί είδε πως δίπλα της ήταν άλλα τέσσερα! Τι είχε συμβεί; Λόγω της πρωινής θαμπάδας, δεν είδε πως στο αλώνι ήταν συγκεντρωμένες και άλλες πέρδικες. Με την άλλη τουφεκιά είχε χτυπήσει τρεις!
Δεν κυνηγούσε όμως μόνο πέρδικες ο Κώστας Λουλακάκης.
Στα φτερά του Μοναστηριού, οι πανύψηλοι δηλαδή βράχοι πάνω από την Μονή της Χοζοβιώτισσας φώλιαζαν μεγάλα κοπάδια από αγριοπερίστερα τα οποία ξεπερνούσαν τα 300 συνήθως και τα κυνηγούσαν όταν βοσκούσαν στα σχίνα. Η μεγαλύτερη επιτυχία του με αυτό το θήραμα ήταν στις αρχές του ’50 στο καρτέρι, στο καλύβι της Αγίας Άννας με μια πολεμίστρα (θυρίδα) απέναντι από το νερό στο Καραβοστάσι. Πήγαιναν και σε ένα άλλο νερό στην Αγία Άννα, απέναντι από το μεγάλο Βριόκαστρο είχε τρεχούμενο νερό και ξεδιψούσαν τα πουλιά. Εκεί γέμιζε πάντα ένα τροβά περιστέρια. Δεν θυμάται να έφευγαν ποτέ από το καρτέρι με λιγότερα από δέκα – δεκαπέντε πουλιά. Και όταν τα έβρισκαν να βοσκούν στα σχίνα είχαν επίσης επιτυχίες. Με μια τουφεκιά χτυπούσαν τουλάχιστον πέντε!
Η Αμοργός ήταν επίσης ένα από τα ετήσια περάσματα των τρυγονιών και το καλύτερο σημείο για το κυνήγι τους ήταν ο Χλιός Άνεμος, στο μέσο του νησιού, εκεί που αρχίζει να υψώνεται ο Αι Λιας. Την άνοιξη δεν τα χτυπούσαν γιατί ήταν αδύνατα, ενώ το Σεπτέμβρη γέμιζαν και με αυτά τροβάδες. Χτυπούσαν ακόμα ορτύκια, μπεκάτσες, τσαλαπετεινούς. Έρχονταν κατά κύματα και προτιμούσαν τις ελιές στα Κατάπολα και στην Αιγιάλη. Για ορτύκια πήγαιναν τον Σεπτέμβριο στα αμπέλια, δεν τα έπιαναν όμως με δίχτια όπως στη Σαντορίνη. Τον χειμώνα όταν ξεσπούσε κακοκαιρία κυνηγούσαν αγριόπαπιες στα ρέματα, ιδιαίτερα στο ρέμα του Φονιά που κατέβαζε πολύ νερό καθώς και μπεκάτσες και μπεκατσόνια.
Από αρπακτικά ζώα το νησί δεν είχε, είχε μόνο κουνάβια και τα οποία κυνηγούσαν ομάδες κρητικών οι οποίοι πήγαιναν στο νησί για αυτό το λόγο. Δεν τα τουφεκούσαν για να μη χαλάει το δέρμα τους. Γι’ αυτό έσκαβαν το έδαφος, έχωναν ένα μπουρί της σόμπας και έβαζαν στον πάτο του ρέγκες και ψάρια. Όταν έμπαινε το κουνάβι μέσα, γλιστρούσε δεν μπορούσε να βγει. Το δέρμα τους έκανε μια χρυσή λίρα. Τα έγδερναν από το στόμα. Θυμάται μια φορά ο πατέρας του έπιασε ένα κουνάβι σε μια τρύπα με το σακάκι του να μην τον φάει, το τύλιξε και το έφερε στο σπίτι και προσπάθησε να το κάνει κατοικίδιο. Στο τέλος έφυγε.
Είχε και πολλούς λαγούς τότε το νησί αλλά ο Κώστας μόνο μια φορά χτύπησε έναν. Έχει όμως πιάσει όμως κάποτε έναν ζωντανό, όταν είχε πάει μια φορά για πέρδικες. Ήταν επτά το πρωί και όπως ήταν σε ένα ύψωμα, βλέπει τη βέρβουλα του λαγού ακόμα ζεστά. Σε αυτό το χτι, το μοναδικό κλαρί που ήταν ένας μικρός σχίνος τον οποίο μπορούσε με τον σκεπάσει με το σακάκι του. Ο λαγός σκέφτηκε πρέπει να είναι εκεί από κάτω. Πήγε σιγά – σιγά και με το σακάκι σκέπασε το σχίνο και τον έπιασε. Πηγαίνοντας στο χωριό τον είδε ο καθηγητής Αντώνης Πετσετάκης και του είπε αν πουλάει το λαγό. Τον πούλησε 10 δραχμές τότε και με αυτές πήρε μπαρούτι και σκάγια από τον μπακάλη Σταμάτη Μαύρο. Ήταν ακριβό είδος τότε τα πυρομαχικά και τις περισσότερες φορές μπαρούτι, σκάγια και καψούλια,οι κυνηγοί της Χώρας τα έπαιρναν με αυγά που έδιναν στον μπακάλη.
Ο Κώστας Λουλακάκης εκτός της Αμοργού κυνήγησε μια φορά στα Κουφόδεντρα της Σπερχειάδας, με την καραμπίνα του κουνιάδου του Παναγιώτη Παπαδογιάννη και χτύπησε δυο τσίχλες και πριν από 10 χρόνια σταμάτησε να κυνηγά στην Αμοργό.
Την ημέρα που κρέμασε το όπλο, είπε στη γυναίκα του πως πάει να χτυπήσει μια πέρδικα και πρέπει να είναι έτοιμη να τη μαγειρέψει. Ξεκίνησε λοιπόν, πήγε στα Κουδουμέδια, μια τοποθεσία που οι Χωραΐτες πηγαίνουν ακόμα τις μαρτίνες, τις οικόσιτες δηλαδή προβατίνες τους και πριν ακόμα φτάσει στα γκρεμά, χτύπησε μια πέρδικα. Δεν ήθελε άλλη, την πήγε σπίτι και την μαγείρεψε η γυναίκα του Μαρία. Έτσι συμβολικά έκλεισε έξη δεκαετίες κυνηγιού, με την τελευταία πέρδικα στο τραπέζι!


Δημοσιεύτηκε στο ένθετο του "Έθνους",
"Έθνος - Κυνήγι", σελ. 00 - 00, 00/00/2006.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Με τον Κώστα Λουλακάκη μιλήσαμε αρκετές ώρες τον Οκτώβριο του 2006 και ανάμεσα στις πολύτιμες για τη ζωή της μεταπολεμικής Αμοργού καταθέσεις του, -πέρα από το κυνήγι και την ομάδα των κυνηγών εκείνης της εποχής- είπε πολλά και για το ψάρεμα και τους ψαράδες, στοιχεία τα οποία θα συμπεριληφθούν σε σχετική δημοσίευση.

ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

ΣΤΟΝ ΑΣΦΟΝΤΥΛΙΤΗ

Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΡΑΤΑ

ΣΤΟΝ ΑΙ - ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΝ ΘΕΟΛΟΓΟ

ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ, ΣΤΟ ΑΒΑΤΟ

Η ΧΩΡΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ


Ο γέροντας μιλά με τη στάση του καθώς αγναντεύει τη σιωπή του μεσημεριού στον κεντρικό δρόμο της Χώρας

Πως φαίνεται ένα κυκλαδίτικο νησί το χειμώνα ή καλύτερα πως είδαν τη μοναδική Αμοργό, Έλληνες και ξένοι φωτογράφοι είναι το θέμα μιας έκθεσης φωτογραφίας που εγκαινιάζεται την Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2007, στις 18.00 στο Πνευματικό Κέντρο του Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου Θολαρίων – Αιγιάλης Αμοργού. Η επιλογή της ημέρας των εγκαινίων δεν είναι τυχαία, καθώς συμπίπτει με το μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας και όπως είθισται, κάθε χρόνο πολλοί ταξιδεύουν μέχρι εκεί να συμμετάσχουν στον εορτασμό και να ζήσουν το χειμωνιάτικο νησί.
Το γεγονός ότι αυτή η έκθεση διοργανώνεται στις αρχές του χειμώνα ο οποίος πάντα κρύβει τις γνωστές εκπλήξεις που προκαλεί η απομόνωση λόγω των καιρικών συνθηκών, αποτελεί αφενός μεν άσκηση για τους ντόπιους που θέλουν την Αμοργό τους ανοικτή και επισκέψιμη όλο το χρόνο και αφετέρου πρόκληση για τους επισκέπτες που ασκούν η επαγγέλλονται τη φωτογραφική τέχνη για την ανάλογη γνωριμία τους με το νησί. Γιατί η Αμοργός παρουσιάζει το ίδιο, αν όχι περισσότερο ενδιαφέρον από το καλοκαίρι, καθώς φως του χειμώνα έχει μια σπάνια ιδιαιτερότητα και ο ουρανός της μια εντυπωσιακή καθαρότητα, ιδιαίτερα όταν φυσά βοριάς. Το γαλάζιο της γίνεται πιο βαθύ, πιο σκεπτικό και το λευκό αποκτά μια σπάνια εσωτερικότητα καθώς απορροφάται από τις νοτισμένες επιφάνειες των κτισμάτων και ιδιαίτερα του μοναστηριού κάτω από το μεγάλο βράχο.
Σημειώνεται ότι, τη συγκέντρωση των φωτογραφιών και τη διοργάνωση της έκθεσης έχει αναλάβει η φωτογράφος Μάγδα Μιχαηλίδου ενώ την πρωτοβουλία αυτών των χειμερινών εκδηλώσεων στην Αμοργό που έχουν στόχο την προβολή του νησιού είχε η δραστήρια πρόεδρος του Συλλόγου, Ειρήνη Γιαννακοπούλου.
Φωτογραφία: Μπόϊκο Γιορντάνοβ.


Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥΣ Η ΑΜΟΡΓΟΣ

Στην Αμοργό η φλέβα της παράδοσης
δεν έχει σταματήσει να δίνει έμπνευση…


Ασφαλώς, τα τελευταία χρόνια η Αμοργός έπαψε να είναι το απόμακρο νησί που ανέτειλε ως τουριστικός προορισμός τις περασμένες δεκαετίες και έχει εξελιχθεί σε ένα ιδανικό τόπο διακοπών, πολύ διαφορετικό από τα υπόλοιπα κυκλαδονήσια. Στο γεγονός συνέτεινε κυρίως το μοναδικό ύφος του νησιού, το οποίο διατηρεί σε πολλά σημεία του ακέραιο το φυσικό του περιβάλλον, μέσα στο οποίο επιβιώνουν ακόμη μορφές και εκφράσεις ενός σύνθετου, αδιάσπαστου παραδοσιακού τρόπου ζωής. Αγροτική παραγωγή, κτηνοτροφία και αλιεία, λαϊκός πολιτισμός, θρησκευτική πίστη είναι τα στοιχεία τα οποία ελάχιστα έχουν υποχωρήσει απέναντι στα καινούργια πράγματα που επηρεάζουν άλλα νησιά και ανάμεσα δε σε αυτά, έχει διατηρηθεί και εξελιχθεί μια διαφορετική αντίληψη για τον τουρισμό, αντίληψη η οποία έχει προέλθει οπωσδήποτε από τον ειλικρινή διάλογο μεταξύ επισκεπτών και ντόπιων.
Τα ζητήματα αυτά, προσεγγίζει το διεθνές συνέδριο Πολιτισμού και Τουρισμού «Υπέρεια», το οποίο γίνεται κάθε χρόνο την εορταστική εβδομάδα μετά το Πάσχα με πρωτοβουλία της προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Θολαρίων Ειρήνης Γιαννακοπούλου, στο φιλόξενο ξενοδοχείο «Αιγιαλίς» στην παραλία της Αιγιάλης.
Μεγάλος αριθμός συνέδρων είναι αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, ιστορικοί, λαογράφοι, περιβαλλοντολόγοι, βοτανολόγοι και ειδικοί στον τουρισμό από τις ανακοινώσεις των οποίων οι δημοσιογράφοι που συμμετέχουν σε αυτό το συνέδριο – θεσμό πλέον για την Αμοργό, αντλούν την πρώτη ύλη για την προβολή της που είναι τελικά και το κύριο ζητούμενο. Να προκαλέσει δηλαδή το ενδιαφέρον μιας ξεχωριστής κατηγορίας επισκεπτών έτσι ώστε να γίνει τουριστικός προορισμός για ολόκληρο το χρόνο, να στηριχθεί έτσι η τοπική κοινωνία και να μείνουν στον τόπο τους οι άνθρωποι για να συνεχίσουν τις παραδοσιακές ασχολίες τους και να βελτιώσουν μέσα από τον τουρισμό τη ζωή τους και την οικονομία τους.


Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

Η ΚΙΝΑΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥΣ

Στη χάρη του Άι – Γιώργη μύρισε λιβάνι
το ερημοκλήσι στο μέση του μεγάλου πελάγους

Στη μέση του Αιγαίου η μικρή Κίναρος, παραμένει ως ένα από τα πιο δυσπρόσιτα νησιά του Αρχιπελάγους και λόγω αυτής της απομόνωσης έχει διατηρήσει όλα εκείνα τα ιδιαίτερα στοιχεία που κάνουν έναν τόπο ξεχωριστό, τόσο για τη φυσιογνωμία του, όσο και για το νησιώτικο φρόνημα των δυο κατοίκων του! Μοναδικοί κάτοικοι της Κινάρου είναι από το 2000, το δυνατό ζευγάρι του Μικέ Κατσοτούρχη και της Ειρήνης Θηραίου των οποίων την πόρτα χτυπάνε, όταν το επιτρέπει ο καιρός, μόνο ο «ταχυδρόμος» καπετάν Κωνσταντής Χάλαρης, οι ψαράδες που βρίσκουν καταφύγιο με τα σκάφη τους στον όρμο Πνιγκός και συχνά πολλοί καπεταναίοι από κότερα.
Αν το δούμε έτσι μπορεί να θεωρήσουμε πως η Κίναρος είναι ένα πολυσύχναστο μέρος, η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Όλοι αφού δέσουν τα σκάφη τους, φωνάζουν να μαζέψουν τη Σίβα και τη Φρίντα, δυο μεγάλα άσπρα λυκόσκυλα – χάσκι που έχουν τους λόγους τους να είναι πάντα επιφυλακτικά με όλους, αποβιβάονται, χαιρετούν το ανδρόγυνο που φυλάει το νησί, πίνουν ένα καφέ μαζί τους και σύντομα τους αφήνουν πάλι με τις έγνοιες τους οι οποίες, περισσεύουν…
Έτσι ήταν και την τελευταία Κυριακή του Μάη, όταν με επικεφαλής τον ιερέα των Θολαρίων Ειρηναίο Χρυσοβαλάντη μια ωραία παρέα από την Αιγιάλη επισκέφθηκε το νησί, να λειτουργήσει στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, να κάτσει κατόπιν στο τραπέζι με τον Μικέ και την Ειρήνη και φεύγοντας να ανανεώσει το ραντεβού μαζί τους περί το τέλος του Σεπτέμβρη, τότε που υπολογίζεται θα έχει ολοκληρωθεί και το καμπαναριό για ν’ ακουστεί για πρώτη φορά καμπάνα στην Κίναρο και υπολογίζεται πως θα τους ακολουθήσουν και άλλα καίκια από την Αιγιάλη και την Καλύμνο!


Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
05/06/2008, σελ. 76, στήλη «Ανθρώπινα».

ΟΙ ΠΕΡΑΤΑΡΗΔΕΣ ΤΗΣ ΝΙΚΟΥΡΙΑΣ

Ο Αντώνης είναι ο πιο παλιός, δίπλα του ο Μιχάλης και ο Ρουσέτος. Κάτω ο Κωνσταντίνος με τον μικρό Ραφαήλ Θεολογίτη που αποτελεί μόνιμο πλήρωμα σε όλα τα καίκια

Η αγάπη τους προς το νησί τους, τη μοναδική Αμοργό, ήταν το θεμέλιο που στήριξαν τη συνεργασία των τριων καικιών που κάθε καλοκαίρι εκτελούν εναλλάξ τακτικά δρομολόγια από τη μικρή σκάλα του Αγίου Παύλου προς τις ήσυχες, ωραίες παραλίες της Νικουριάς. Επιπλέον, ο Μιχάλης Βασσάλος με την «Ελευθερία», ο Ρουσσέτος Αρτέμης με τον «Νικόλαο» και Αντώνης Βεκρής και ο γιος του Κωνσταντίνος με τον «Αντώνη», με την ενασχόληση αυτή ενισχύουν σημαντικά τα έσοδά τους και έτσι τους δίνεται η δυνατότητα το χειμώνα να αφιερωθούν ο καθένας δημιουργικά και χωρίς άγχος στις δουλειές τους. Άλλος επιστρέφει στα μεγάλα πλοία, άλλος στις οικοδομές και άλλος στο κοπάδι του κι έτσι, κανένας τους δεν λείπει από την τοπική κοινωνία που τόσο πολύ έχει ανάγκη την παρουσία νέων και ενεργών ανθρώπων τους δύσκολους μήνες του χειμώνα. Σε σχέση λοιπόν με άλλα νησιά που μόλις μυρίσει φθινόπωρο αδειάζουν από νέους ανθρώπους, η Αμοργός χάρη στη στάση των προαναφερόμενων περατάρηδων καθώς και πολλών άλλων νέων που σαν και αυτούς, ασχολούνται το καλοκαίρι με τον τουρισμό και το χειμώνα με τις παραδοσιακές εργασίες, παραμένει ζωντανή. Επί πλέον, όλοι όσοι από τους ντόπιους ασχολούνται με τον τουρισμό, και ομολογουμένως προσφέρουν υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, δεν βιάζονται να κλείσουν και να γυρίσουν στην πρωτεύουσα, αλλά κρατούν ανοιχτές τις επιχειρήσεις τους μέχρι τα μέσα σχεδόν του Οκτώβρη. Έτσι δίνουν τη δυνατότητα σε όσους δεν έχουν προλάβει να γνωρίσουν την Αμοργό, να την επισκεφθούν και βεβαίως να περάσουν με κάποιο από τα τρία καίκια στη Νικουριά και να γνωρίσουν ένα διαφορετικό νησί.
Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2007, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

ΤΟ ΜΙΚΡΟ "ΜΕΓΑΡΟ" ΣΤΑ ΘΟΛΑΡΙΑ

Είναι κρίμα λένε ντόπιοι και ξένοι που το καλοκαίρι κρατάει τόσο στα Θολάρια και δεν μπορούν να ακούνε τους στίχους του Νικόλα και την ορχήστρα του όλο το χρόνο

Η μουσική ήταν μέσα στην ζωή τους και τα γλέντια ένα απαραίτητο κομμάτι της.
Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, στα ορεινά Θολάρια της Αμοργού όπου πάντα ζούσε ένας παλιότερος που δίδασκε μουσική και ένα τσούρμο ευαίσθητων νεαρών Αιγιαλιτών που μαγεύονταν από τα βιολιά και τα σαντούρια και ήθελαν να τα κρατήσουν κι αυτοί στα χέρια τους και να μιλήσουν με τους ήχους τους, για τη ζωή, τη θάλασσα, τον έρωτα και τον όμορφο τόπο τους.
Ο Νικόλας Θεολογίτης θήτευσε κοντά στο Βαγγελάκι (Βαγγέλης Βεκρής), έναν ιδιαίτερο άνθρωπο που συνδύαζε αρμονικά τα σύνεργα του ψαρά με το λαγούτο και στο Ταρανάκι (Γεώργιο Στεφανίδη) από τη Λαγκάδα που έπαιζε με μοναδικό τρόπο βιολί και λαγούτο. Σεβόμενος πάντα τα καθιερωμένα, ακολούθησε μια άγραφη, τοπική παράδοση και από νωρίς επιχείρησε να γράψει δικούς του στίχους και έτσι καθιερώθηκε και ως ποιητής. Με απλά λόγια, τραγουδά την Αμοργό και τους ανθρώπους της, ενώ δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να σχολιάσει και την παρουσία επωνύμων ξένων και ευειδών γυναικών στα Θολάρια και ιδιαίτερα στην ιστορική ταβέρνα «Πανόραμα». Εκεί κάθε βράδυ κατά τους καλοκαιρινούς μήνες τραγουδά, με συνοδεία τον Μιχάλη Βλαβιανό στο λαγούτο και το γιο του Μιχάλη στο βιολί. Επειδή μάλιστα φρόντισε από νωρίς να εμπνεύσει στα παιδιά του αγάπη προς τη μουσική, πολλές είναι οι φορές που και ο άλλος του ο γιός, ο Βούλης (Παρασκευάς) ανεβαίνει και αυτός στο πάλκο και γίνεται χαμός. Είναι όπως λένε οι φίλοι της Αιγιάλης, το «Πανόραμα» η πιο αληθινή γωνιά της Αμοργού και ο Νικόλας, ο ποιητής που τους τραβάει κοντά του και δεν λογαριάζουν αν πέφτουν συνεχώς θύματα του οίστρου του!

Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2007, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».



Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΝ ΚΑΛΕΙ ΑΚΟΜΑ

Σαράντα χρόνια περνάει στην ηλικία ο καπετάν Παντελής το καίκι του «Άγιος Παντελεήμονας» και το φροντίζει ακόμα σαν παιδί και το καμαρώνει

Ο καπετάν Παντελής Βεκρής πλέει σήμερα στην ένατη δεκαετία της ζωής του και σίγουρα είναι ο μόνος άνθρωπος σε όλο το Αιγαίο, που μπορεί να πει πως τη ζωή του την πέρασε πάνω σε περισσότερα από εννιά, ενενήντα εννιά, ακόμα και εννιακόσια ενενήντα εννιά κύματα! Όντως, ο αειθαλής καπετάνιος είναι ο τελευταίος από τους ανθρώπους που έζησαν και δούλεψαν σε μια θάλασσα που οι περισσότεροι σήμερα αγνοούμε και ο μετρημένος λόγος που αναπτύσσει όταν ξετυλίγει με την εκπληκτική συνέπεια ενός αφηγητή τα περασμένα, καθηλώνει κάθε ακροατή του.
Με τη συνέπεια των παλιών θαλασσινών ο καπετάν Παντελής αποθησαυρίζει τα γεγονότα της θάλασσας που έζησε, σχολιάζει δίκαια για όλους τα πεπραγμένα της παλιάς ναυτοσύνης και μνημονεύει με συγκίνηση τους παλαιότερους από αυτόν καπεταναίους και εργάτες των ελληνικών θαλασσών. Με ιδιαίτερη όμως συγκίνηση αναφέρεται στα χρόνια που μαζί με τον πατέρα του και τα αδέλφια του έκαναν μεταφορές με το «Σοφία Βεκρή», ένα τρεχαντήρι των 70 τόνων που κατασκευάστηκε στον ταρσανά του Γιώργη Βαζαίου στο Ξυλοκερατίδι το 1924 και στόλιζε το λιμάνι των Καταπόλων μέχρι το 1953. Τι και αν έζησε με αυτό το καμάρι των Βεκρήδων και της Αμοργού: ήμερες θάλασσες και φοβερές τρικυμίες, επιτάξεις από τους Ιταλούς κατακτητές, βομβαρδισμούς από τους συμμάχους, ένα σωρό πράγματα και θαλασσινά θαύματα. Όταν μετά τον πόλεμο τέλειωσε η εποχή των μεταφορών και άλλαξαν όλα στις θάλασσες, ο καπετάν Παντελής ξεκίνησε το ψάρεμα με ένα μικρότερο τρεχαντήρι, τον «Άγιο Παντελεήμονα» και με αυτόν ακόμα ασχολείται. Τέλη του Αυγούστου ήταν που τον τράβηξε στη στεριά για επισκευές και τούτες τις ημέρες, είναι κιόλας έτοιμος για να πιάσει άλλη μια φορά το τιμόνι του και να βγει, όπως παλιά καμαρωτός από το λιμάνι των Καταπόλων για ψάρεμα στην ανοιχτή θάλασσα.
Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ


Πρώτοι στο χορό και στις προπονήσεις
είναι οι μαθητές από τα Θολάρια


Ήταν φαίνεται τόσο τα ζητήματα που απασχολούσαν μέχρι πρότινος τους Αμοργίνους, ώστε για το ποδόσφαιρο και τα συναφή με αυτό αθλήματα να μην υπάρχει κάποια ομάδα ή σωματείο που να στεγάζει τις προσπάθειες των νέων. Γι’ αυτό το λόγο, όπως μας είπε ο πρόεδρος της «Αθλητικής Ένωσης Αιγιάλης» Παναγιώτης Κωβαίος, κατά τη διάρκεια της γιορτής που έκαναν πρόσφατα στα Θολάρια, στα τέλη του 2005 ιδρύθηκε ή Ένωση με στόχο την ανάπτυξη του αθλητισμού και της συναδελφικότητας στο νησί. Στην αρχή οι δραστηριότητές της απευθύνονταν κυρίως στους νέους των χωριών της Αιγιάλης οι οποίοι ανταποκρίθηκαν θερμά στην πρόσκληση της δημιουργίας ομάδων και τη διοργάνωση τοπικών τουρνουά. Μέχρι στιγμής τα πράγματα πάνε καλά, ήδη μια ποδοσφαιρική ομάδα ανδρών για πρώτη φορά βγήκε εφέτος έξω από το νησί και πήρε μέρος σε ένα τουρνουά 5Χ5 στη Σύρο, ενώ ελπίδες για διακρίσεις τρέφει για την προσεχή χρονιά και η ομάδα βόλευ νεανίδων την οποία προπονεί ο συμπατριώτης τους αθλητής του βόλευ, Μιχάλης Γαβαλάς. Σημειώνεται, ότι στις ομάδες υποδομής ποδοσφαίρου συμμετέχει το σύνολο σχεδόν των μαθητών! Αυτό όμως που προσπαθεί να καλλιεργήσει η δραστήρια Ένωση και αποτελεί πλέον το βασικό της στόχο, είναι η Δημιουργία της «Αθλητικής Ένωσης Αμοργού» και βεβαίως τη δημιουργία κανονικού σταδίου με τις απαραίτητες για τον κλασσικό αθλητισμό εγκαταστάσεις.
Γλυκό αρχίζει το καλοκαίρι στην Αμοργό, η Ένωση όμως δεν είναι στον πάγκο! Μετά την περσινή επιτυχία που είχαν οι αγώνες μπιτς – βόλευ στην παραλία της Αιγιάλης, με τη συμμετοχή παραπάνω από 10 ομάδων, διοργανώνει από τις 30/6 μέχρι 6/7 το φετινό τουρνουά και περιμένει αντιπάλους από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο. (Σχετικές πληροφορίες στο τηλ. 2285073556).

ΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Ευλάβεια και ευαισθησία από την
Κηφισιά στον ψηλό «Παρνασσό»

Όταν εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους να μάθουν αγιογραφία, -ένας αριθμός από κυρίες της Κηφισιάς- ασφαλώς και δεν πίστευαν πως θα έρχονταν κάποια ημέρα, που ορισμένες απ’ αυτές θα έβλεπαν τα διακεκριμένα σε πανελλήνιο διαγωνισμό, όπως τον φετινό ΚΗ΄ του ιστορικού Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» έργα τους, ανηρτημένα την περασμένη εβδομάδα στην μεγάλη, των εκθέσεων αίθουσά του.
Έτσι η Σέβη Ρουσσάκη βραβεύτηκε με τα έργα της «Γέννηση» και «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος» έργα που δουλεύτηκαν με αυγοτέμπερα σε λειασμένες από τον Τρικεριώτη ποταμό ρίζες πλατάνων. Η Βάσω Νίκα πήρε έπαινο για την «Αγία Βαρβάρα» των παιδικών της χρόνων και τον «Άγγελο Κυρίου». Η Κατερίνα Βασιλάκου – Καραθανάση συμμετείχε με την «Παναγία του Χάρου», μια σπάνια εικόνα από τους Λειψούς ως αρχέτυπο και τριών άλλων αγίων και η Κάρμεν Κορωναίου έλαβε μέρος με το έργο της που ήταν μια λεπτομέρεια από το «Μη μου άπτου». Επίσης, μαζί με τα έργα των αγιογράφων του Πολιτιστικού, αναρτήθηκαν και έργα της ζωγράφου Ναταλίας Θεοδωράτου η οποία παρακολουθεί κι αυτή τα σχετικά μαθήματα στο εργαστήρι.
Τα μαθήματα του Εργαστήριου Αγιογραφίας του Πολιτιστικού Κέντρου Κηφισιάς (τηλ. 2106233491) γίνονται κάθε Τρίτη σε μια φωτεινή αίθουσα του όμορφου, ιστορικού κτιρίου της «Βίλας Δροσίνη», από την αγιογράφο Μαρία Καρδαρά – Δημητριάδη η οποία διδάσκει εθελοντικά και καθώς λέει, όλες οι μαθήτριές της μπορούν να διακριθούν γιατί διαθέτουν το καλλιτεχνικό μεράκι και την πίστη που απαιτεί αυτή η σεμνή τέχνη. Η προσπάθειά μας ν’ ανοίξουμε την πόρτα του «Παρνασσού», συνεχίζει, στέφθηκε με επιτυχία, δίνοντας και στις άλλες μαθήτριες την πίστη και την ελπίδα πως αν δουλέψουν με αγάπη το έργο τους, με υπομονή και θέληση, είναι όλα δυνατά.



Δημοσιεύτηκε στην "Ελευθεροτυπία",
00/02/2008, σελ. 62, στήλη "Ανθρώπινα"

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

ΚΙΒΩΤΟΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Έτσι που το έφεραν τα χρόνια, η γενιά τους χρεώθηκε να σώσει αυτά που ενώ πριν από λίγα χρόνια ενώ ήταν κομμάτι της ζωής τους κόντεψε να χαθούν για πάντα…

Φυσικά και δεν υπάρχει πλέον εύγλωττος λόγος από των αριθμών και όταν μάλιστα αυτός εκφράζει ψυχρά και την πραγματικότητα, τότε είναι περιττό να μιλάμε για συμπτώσεις. Ο λόγος για το χωριό Τριπόταμος – Τατάρνα το έλεγαν παλιότερα- και 1957 που αριθμούσε περισσότερες από 1000 ψυχές, στα δυο σχολεία του πήγαιναν συνολικά 176 μαθητές! Σήμερα όλο το χωριό μετράει περίπου 170 μονίμους κατοίκους και το ωραίο πέτρινο σχολείο του που συμπλήρωσε πέρσι 50 χρόνια ζωής, ζωντανεύουν πλέον μόνο 7 παιδιά! Όλοι δε οι μαθητές του, Γιώργος και Νίκος Βασιλείου, Σπυριδούλα, Νίκη και Βασίλης Μπουκουβάλας και Κωνσταντίνος και Δημήτρης Κόπανος, προέρχονται μόνο από τρεις οικογένειες και συμπληρώνουν και τις έξι τάξεις! Ο μονοψήφιος αριθμός των μαθητών, ο οποίος του χρόνου σίγουρα θα γίνει μικρότερος, δεν ενθουσιάζει καθόλου το δάσκαλο Βασίλη Κόπανο ο οποίος αφού πέρασε 6 χρόνια στα θρανία του ίδιου σχολείου, διδάσκει τα παιδιά του χωριού του συνεχώς επί 25 ολόκληρα χρόνια, ούτε φυσικά και τη μικρή τοπική κοινωνία του Τριποτάμου η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατηθεί στη γη των προγόνων της. Γι’ αυτό το λόγο, ο δάσκαλος με τα παιδιά εδώ και μερικά χρόνια άρχισαν και συγκεντρώνουν αντικείμενα του τοπικού πολιτισμού, τα φροντίζουν με ιδιαίτερη αγάπη και τα εκθέτουν με καμάρι στο μικρό λαογραφικό μουσείο που στεγάζεται σε μια αίθουσα του σχολείου. Στόχος όλων στον Τριπόταμο, είναι το σχολείο με τη μικρή συλλογή του να λειτουργήσει και μετά το κλείσιμό του ως χώρος γνώσης και συνέχειας του πολιτισμού της περιοχής και οι επόμενες γενιές να έχουν ένα σημείο αναφοράς για την τοπική ιστορία.

Δημοσιεύτηκε στην "Ελευθεροτυπία",
29/01/2008, σελ. 2, στήλη "Ανθρώπινα".

ΟΙ ΥΦΑΝΤΡΕΣ ΤΟΥ ΤΡΙΠΟΤΑΜΟΥ

Σε ένα χωριό που έσφυζε κάποτε από ζωή, μόνο δυο γυναίκες έμειναν να συντηρούν μια σπουδαία τέχνη και να μπορούν μάλιστα να ζουν από αυτή.

Άνθρωποι που έβλεπαν μακριά, έσπειραν κάποτε την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο στην καρδιά της Ευρυτανίας, αλλά όπως αποδείχθηκε, το γόνιμο έδαφος εκείνης της εποχής στέρφεψε μέσα σε δυο – τρεις δεκαετίες καθώς έπαψε να το αρδεύει πλέον η ζώσα ιθαγένεια και ο κόσμος σκόρπισε στους τέσσερις ανέμους.
Ο λόγος για το εργαστήριο ταπητουργίας που υπολειτουργεί σήμερα στο χωριό Τριπόταμος της Ευρυτανίας και το γεγονός, πέρα από την οικονομική του διάσταση κρύβει δυστυχώς την τραγική πραγματικότητα για όλη την Ελλάδα και της οποίας κύρια έκφραση είναι η ολοκληρωτική αποψίλωση της επαρχίας από νέες και ικανές να εργαστούν, γυναίκες. Το εν λόγω εργαστήριο, το οποίο ανήκει στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Προστασίας και Αλληλεγγύης του Υπουργείου Υγείας λειτούργησε για πρώτη φορά πριν από 35 χρόνια στο χωριό Βούλπη και μέσω της εκμάθησης μιας ωραίας τέχνης είχε ως στόχο την ενίσχυση του εισοδήματος των γυναικών της περιοχής. Εκείνα τα χρόνια, λέει η υπεύθυνη του ΙΚΠΑ, Αθηνά Τσίπρα, (δεξιά) η οποία συμπληρώνει 31 χρόνια στην υπηρεσία του, δεν υπήρχε γυναίκα που να μη θέλει να καθίσει στον αργαλειό και έβγαζε καλό μεροκάματο. Η λαμπρή του περίοδος ήταν δε όταν από τη Βούλπη, το 1977 μεταφέρθηκε στο διπλανό χωριό Παλαιοκατούνα, απ’ όπου λόγω έλλειψης χεριών πριν από τρία χρόνια μεταφέρθηκε στον Τριπόταμο. Εκεί υπήρχαν μόνο δυο ενδιαφερόμενες για δουλειά γυναίκες, η Αντιγόνη Βλαχάκη – Μπουκουβάλα (αριστερά) και η Μάρθα Τελώνη και έτσι ηχούν πάλι τα χτένια του πάνω στα χρωματιστά νήματα. Οι προαναφερόμενες γυναίκες δηλώνουν ευχαριστημένες από αυτή την κερδοφόρα ενασχόληση και πολύ θα ήθελαν να ακολουθήσουν και άλλες το παράδειγμά τους, αλλά όπως λένε, ούτε ένας, ούτε δυο κούκοι φέρνουν την άνοιξη!

Δημοσιεύτηκε στην "Ελευθεροτυπία",

6/02/2008, σελ. 2, στήλη "Ανθρώπινα".



Ο ΠΕΤΡΙΝΟΣ ΤΡΙΦΤΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ


Ο χειροκίνητος «τρίφτης» του ελαιοκάρπου θυμίζει πως μια σταγόνα λάδι, ήθελε κάποτε και δύναμη και υπομονή

Μια παράξενη μεγάλη πέτρα στην αυλή του Βαγγέλη Βασιλόπουλου, ίσως περάσει απαρατήρητη στον επισκέπτη του συνοικισμού Πύρνος, της παλιάς παραποτάμιας κοινότητας Επισκοπή της Ευρυτανίας, η οποία εδώ και 42 χρόνια βρίσκεται στο βυθό της λίμνης Κρεμαστών. Αυτή η λειασμένη από τον ποταμό πέτρα στην οποία ο τεχνίτης έσκαψε με υπομονή μια βαθιά τρύπα, τόση όσο να χωρά ένα χέρι, ήταν το οικογενειακό ελαιοτριβείο. Με συνεχείς παλινδρομικές κινήσεις κυλούσε πάνω στο σωρό με τις ελιές και τις έκανε ελαιώδη πολτό, ο οποίος μετά από μια επίμονη διαδικασία πίεσης με χέρια και πόδια και με τη βοήθεια θερμού νερού έβγαινε το πολύτιμο υγρό. Αυτό ήταν και το κυριότερο προϊόν εκείνης της όμορφης κοιλάδας η οποία βρισκόταν δίπλα στον κοινό ρου των ποταμών Μέγδοβα και Τρικεριώτη που ανταμωμένοι κινούσαν από τη Σμίξη για να συναντήσουν το μεγάλο αδελφό τους Αχελώο στα Τριπόταμα και όλοι μαζί να καταλήξουν στη θάλασσα του Πατραϊκού. Όλα αυτά βέβαια γίνονταν πριν η Επισκοπή, η οποία αποκαλούνταν και «περιβόλι της Ευρυτανίας» για την πληθώρα των καρποφόρων δέντρων της, θυσιαστεί στο βωμό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Από τον κατάκλιση δεν γλίτωσε τίποτα, μόνο ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν οι άνθρωποι στα χέρια τους και ανάμεσά τους, αυτή η πέτρα, η χρήση της οποίας μπορεί μεν να είναι ξεπερασμένη, η αίσθηση όμως που δημιουργεί στον Βαγγέλη, ο οποίος ως Πρόεδρος του Συλλόγου Επισκοπιανών, (τηλ. 6977291536) προσπαθεί να συγκεντρώσει ότι διασώθηκε από τα νερά και τον χρόνο με σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου καλλιέργειας της μνήμης για τη βυθισμένη μικρή πατρίδα, είναι σαν να ξεφυλλίζει το προσκλητήριο των απόντων απ’ αυτό τον ωραίο αγώνα…


Δημοσιεύτηκε στην "Ελευθεροτυπία",

09/10/2007, σελ. 2, στήλη "Ανθρώπινα".