Μπορεί να χάθηκαν τα περισσότερα φιλμ, η μηχανή του Νίκου που «πάγωσε» ιστορικές στιγμές των έργων ζει ακόμα και τον εμπνέει Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».
Μπορεί να χάθηκαν τα περισσότερα φιλμ, η μηχανή του Νίκου που «πάγωσε» ιστορικές στιγμές των έργων ζει ακόμα και τον εμπνέει Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

Αυτό που βάζει στο ταψί της η κυρά Χριστίνα είναι πάντα
Δυο τους μέτραγαν τη δύναμή τους
Όλος ο κόσμος του ήταν στο βουνό
Το ξύλο στα χέρια του Αντώνη παίρνει ζωή, γίνεται περιστέρι και μπορεί ακόμα να πετάξει από τα τέμπλα με τα κληματόφυλλα και τα σταφύλια…
Δεν φτάνει μόνο να καρπίζει το δάσος, χρειάζεται και κάποια τέχνη…
Για τον Κώστα, κάθε τσαμπί σταφύλια πρέπει να ωριμάσει πάνω στο κλήμα για να μπορέσει έτσι να δώσει το καλύτερο αποτέλεσμα στο βαρέλι…

Έτσι βρήκε τα πράγματα με τα μελίσσια ο Βασίλης, έτσι συνεχίζει να τα κρατάει κι έτσι καταφέρνει να μιλάνε όλοι για το μέλι του.
Μια χαρά βρήκε γενναριάτικα το κοπάδι ο Μενέλαος και το καλοκαίρι, υπολογίζει πως θα μετράει άλλες τόσες γάτες στην αυλή του!
Ήταν κάποτε σαν ένα μελίσσι γεμάτο ζωή η μικρή κοινότητα των ανθρώπων από τους γειτονικούς συνοικισμούς Λαγκάδι και Κορνέσι του Ανθηρού της βόρειας Αργιθέας. Στην κοιλάδα κάτω από τις ψηλές κορυφές Βερούσια, Γκριλιάγκος, Αιλιάς, Καλατόρι, Πηγάδια και Λούτσα και πάνω από το Ανθηριώτικο ποτάμι, τα χρόνια μετά το 1960 ζούσαν πάνω από 300 άνθρωποι ενώ τώρα δεν ξεπερνούν τις 30 ψυχές. Σε σύγκριση μάλιστα με τους υπολοίπους συνοικισμούς του πάλαι ποτέ μεγάλου Ανθηρού που οριστικά έχουν κλείσει, το Λαγκάδι μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα ζωντανό και το γεγονός επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη χρονιά, το περασμένο Σαββατοκύριακο με τη ωραία γιορτή που διοργάνωσε ο Σύλλογος του χωριού «Οι Άγιοι Ανάργυροι» στο ζεστό καφενείο του παπά Αποστόλη Κλάρα και της γυναίκας του Παναγιώτας. Εκεί συγκεντρώθηκαν όλοι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι που βγάζουν το χειμώνα στο Λαγκάδι να κόψουν την καθιερωμένη βασιλόπιττα, να τραγουδήσουν τα δικά τους αργιθεάτικα και να γιορτάσουν μαζί με το δήμαρχο Αργιθέας, Χρήστο Κανναβό, τον πρόεδρο του Συλλόγου, εκπαιδευτικό Κώστα Γραμμένο και τους φίλους του Ανθηρού που είχαν επισκεφθεί εκείνο το Σαββατοκύριακο το χωριό. Ήταν μια ωραία νύχτα και έγινε ομορφότερη από την παρουσία των μικρών παιδιών – τέσσερα κορίτσια του παπα Αποστόλη και της Παναγιώτας και άλλα δυο, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι του Γιάννη Παπαδήμα και της Λίτσας- που αποτελούν όλα μαζί το καμάρι του Συνοικισμού. Οι σχολικές τους βέβαια υποχρεώσεις τα υποχρεώνουν να ζουν το χειμώνα μακριά από το Λαγκάδι, αλλά για τη γιορτή, ούτε που σκέφτηκαν πως μπορεί να απουσιάσουν και να στερήσουν τους παππούδες και τις γιαγιάδες χωρίς το χαμόγελό τους και τις ευχές τους για μια καλή χρονιά.
Ο Κώστας Λουλακάκης το 1949 που τον φωτογράφισε ο Ρόμπερτ Λιντέλ πάνω από τα βράχια του Μοναστηριού
Κάποτε κανένα σημείο της Αμοργού δεν ήταν ακαλλιέργητο και όλο το νησί ήταν γεμάτο ζωή και θηράματα
Πάνε καμιά πενηνταριά χρόνια από τότε που ο Κώστας Λουλακάκης εγκατέλειψε την Αμοργό για να εργαστεί στην Αθήνα όπου ζει σήμερα συνταξιούχος. Ο νους του όμως συχνά γυρίζει πίσω και θυμάται, εκτός από τα χρόνια της νιότης του, το νησί και τους ανθρώπους του. Δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια και τα αγαθά της αμοργινής γης δεν έφταναν να γεμίσουν το τραπέζι της οικογένειας. Γι’ αυτό όσοι διέθεταν ένα όπλο κυνηγούσαν, ενώ κάποιοι άλλοι που είχαν βάρκες ψάρευαν. 
Ο Κώστας Λουλακάκης ξεκίνησε να κυνηγά το 1949 και το πρώτο θήραμα του ήταν τι άλλο, από πέρδικες, που τότε ήταν γεμάτο το νησί. Εκεί στο Καλογερικό, στο μονοπάτι που οδηγεί ακόμα από τη Χώρα στο μοναδικό μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας ο Ρόμπερτ Λιντέλ, ένας Άγγλος καθηγητής που περιηγούνταν τα ελληνικά νησιά, τον φωτογράφισε και η φωτογραφία αυτή κοσμεί τις σελίδες του ανέκδοτου ακόμη στην Ελλάδα σπουδαίου έργου του, με τις εντυπώσεις του από τα νησιά.
Αυτόν τον άνθρωπο που είχε χαθεί στα μονοπάτια της Αμοργού, ο Κώστας πήρε το βράδυ στο σπίτι του, του έβαλε στο τραπέζει αμοργινές ελιές και φάβα και τον φιλοξένησε μερικές ημέρες. Αποτέλεσμα αυτής της φιλοξενίας ήταν να δημιουργηθεί μια ωραία φιλία με τον Λιντέλ, ο οποίος έζησε κατόπιν και δίδαξε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, φιλία η οποία έκλεισε πριν από τρία χρόνια με το θάνατο του Άγγλου.
Θαυμάζοντας πρόσφατα αυτή τη φωτογραφία η οποία δείχνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα της σκληρής Αμοργού και φυσικά έναν χαρακτηριστικό Αμοργινό νέο με το τουφέκι του στον ώμο ξεκινήσαμε μια όμορφη κουβέντα.
Μια κουβέντα που εκτός από την κυνηγετική του δραστηριότητα επεκτάθηκε σε ένα σωρό πράγματα για την Αμοργό εκείνης της εποχής. Το πρώτο κυνηγετικό όπλο που κράτησε ο Κώστας στα χέρια του ήταν ένα προπολεμικό μονόκαννο εμπροσθογεμές με κόκορα το οποίο είχε γλιτώσει από τους Ιταλούς και το οποίο έχασε, όταν το πήγε αργότερα σε ένα οπλουργό στην Αθήνα για να το μετατρέψει σε οπισθογεμές! Ανάλογα όπλα είχαν και οι υπόλοιποι κυνηγοί της Χώρας, ο Κώστας Βλαβιανός, ο Νικήτας Νομικός του Κουρέα, ο Λευτέρης του Λεσκέρη και ο Μιχάλης Πάσσαρης ή Αλλόκοτος, ο οποίος έκανε και τον οπλουργό. Αυτός είχε φύγει από την Αστυνομία Πόλεων που υπηρετούσε, γύρισε στο νησί και εγκαταστάθηκε σε μια ερημική αγροικιά στο Βουνί και έκανε εργαστήριο επισκευής όπλων και εξυπηρετούσε όλους τους Αμοργίνους.
Στην ομάδα των κυνηγών της Χώρας που κυνηγούσαν στο Βαρμά, στο Λέλη και στο Ρίχτι προς την Αιγιάλη, συμμετείχε τότε και ο χωροφύλακας Γιάννης Δρακάκης,
ο οποίος σήμερα ζει σχεδόν μόνιμα στην Αμοργό και παρά τα χρόνια του είναι ο δεινότερος ψαροντουφεκάς και χταποδάς στη Νικουριά. Ως καλύτερο όμως κυνηγό, όλοι αναγνώριζαν τον Λούκα Βλαβιανό ο οποίος είχε τη δυνατότητα τότε να διαθέτει το μοναδικό δίκανο όπλο στη Χώρα. Σκυλιά θυμάται πως διατηρούσαν μόνο ο Νικήτας Νομικός και ο Γιάννης Δρακάκης.
Ο καλύτερος όμως τόπος της Αμοργού για πέρδικες ήταν ο επιβλητικός, δύσκολος Σταυρός γιατί είχε κτήματα που καλλιεργούσαν Λαγκαδινοί και Θολαριώτες σιτάρια και φάβα και εκεί βοσκούσαν τα πουλιά. Όντως, όποιος περπατήσει σήμερα στο Σταυρό, ένα μοναδικό σημείο της Αμοργού θα δει ότι παντού υπάρχουν χτιά (ξερολιθιές) και πάμπολλα αλώνια στα οποία πήγαιναν τότε κοπάδια – κοπάδια οι πέρδικες, πάνω από 25 πουλιά το καθένα, να πάρουν το μερτικό τους από τη σοδειά.
Ο Κώστας θυμάται την πρώτη επιτυχία του στο Ρίχτι, το 1949 που είχε πάει με το Βαγγέλη Μανιάτικη και χτύπησαν πέντε πέρδικες. Για να εντυπωσιάσουν το χωριό, οι δυο νέοι κυνηγοί, όταν γύριζαν γέμισαν τον τροβά φύλλα και έβαλαν πάνω - πάνω τις πέρδικες να φαίνονται και πέρασαν από την πλατεία. Όσοι τους είδαν νόμισαν πως όλος ο τροβάς ήταν γεμάτος πουλιά και πολλοί ήταν εκείνοι που πήγαν στο σπίτι να δούνε το αποτέλεσμα και στην κατσαρόλα!
Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία του ήταν στον Άγιο Δημήτριο, όταν μια ημέρα είδε το κεφάλι μιας πέρδικας στον ψηλό τοίχο ενός αλωνιού με κατσούνι (φάβα). Την είδε που σηκώθηκε, τη σημάδεψε και έπεσε. Στο μεταξύ, μετά τον πυροβολισμό, το κοπάδι πέταξε προς την αντικρινή πλαγιά και τουφέκισε πάλι. Όταν πήγε να πάρει το χτυπημένο από την πρώτη τουφεκιά πουλί είδε πως δίπλα της ήταν άλλα τέσσερα! Τι είχε συμβεί; Λόγω της πρωινής θαμπάδας, δεν είδε πως στο αλώνι ήταν συγκεντρωμένες και άλλες πέρδικες. Με την άλλη τουφεκιά είχε χτυπήσει τρεις!
Δεν κυνηγούσε όμως μόνο πέρδικες ο Κώστας Λουλακάκης.
Στα φτερά του Μοναστηριού, οι πανύψηλοι δηλαδή βράχοι πάνω από την Μονή της Χοζοβιώτισσας φώλιαζαν μεγάλα κοπάδια από αγριοπερίστερα τα οποία ξεπερνούσαν τα 300 συνήθως και τα κυνηγούσαν όταν βοσκούσαν στα σχίνα. Η μεγαλύτερη επιτυχία του με αυτό το θήραμα ήταν στις αρχές του ’50 στο καρτέρι, στο καλύβι της Αγίας Άννας με μια πολεμίστρα (θυρίδα) απέναντι από το νερό στο Καραβοστάσι. Πήγαιναν και σε ένα άλλο νερό στην Αγία Άννα, απέναντι από το μεγάλο Βριόκαστρο είχε τρεχούμενο νερό και ξεδιψούσαν τα πουλιά. Εκεί γέμιζε πάντα ένα τροβά περιστέρια. Δεν θυμάται να έφευγαν ποτέ από το καρτέρι με λιγότερα από δέκα – δεκαπέντε πουλιά. Και όταν τα έβρισκαν να βοσκούν στα σχίνα είχαν επίσης επιτυχίες. Με μια τουφεκιά χτυπούσαν τουλάχιστον πέντε!
Η Αμοργός ήταν επίσης ένα από τα ετήσια περάσματα των τρυγονιών και το καλύτερο σημείο για το κυνήγι τους ήταν ο Χλιός Άνεμος, στο μέσο του νησιού, εκεί που αρχίζει να υψώνεται ο Αι Λιας. Την άνοιξη δεν τα χτυπούσαν γιατί ήταν αδύνατα, ενώ το Σεπτέμβρη γέμιζαν και με αυτά τροβάδες. Χτυπούσαν ακόμα ορτύκια, μπεκάτσες, τσαλαπετεινούς. Έρχονταν κατά κύματα και προτιμούσαν τις ελιές στα Κατάπολα και στην Αιγιάλη. Για ορτύκια πήγαιναν τον Σεπτέμβριο στα αμπέλια, δεν τα έπιαναν όμως με δίχτια όπως στη Σαντορίνη. Τον χειμώνα όταν ξεσπούσε κακοκαιρία κυνηγούσαν αγριόπαπιες στα ρέματα, ιδιαίτερα στο ρέμα του Φονιά που κατέβαζε πολύ νερό καθώς και μπεκάτσες και μπεκατσόνια.
Από αρπακτικά ζώα το νησί δεν είχε, είχε μόνο κουνάβια και τα οποία κυνηγούσαν ομάδες κρητικών οι οποίοι πήγαιναν στο νησί για αυτό το λόγο. Δεν τα τουφεκούσαν για να μη χαλάει το δέρμα τους. Γι’ αυτό έσκαβαν το έδαφος, έχωναν ένα μπουρί της σόμπας και έβαζαν στον πάτο του ρέγκες και ψάρια. Όταν έμπαινε το κουνάβι μέσα, γλιστρούσε δεν μπορούσε να βγει. Το δέρμα τους έκανε μια χρυσή λίρα. Τα έγδερναν από το στόμα. Θυμάται μια φορά ο πατέρας του έπιασε ένα κουνάβι σε μια τρύπα με το σακάκι του να μην τον φάει, το τύλιξε και το έφερε στο σπίτι και προσπάθησε να το κάνει κατοικίδιο. Στο τέλος έφυγε.
Είχε και πολλούς λαγούς τότε το νησί αλλά ο Κώστας μόνο μια φορά χτύπησε έναν. Έχει όμως πιάσει όμως κάποτε έναν ζωντανό, όταν είχε πάει μια φορά για πέρδικες. Ήταν επτά το πρωί και όπως ήταν σε ένα ύψωμα, βλέπει τη βέρβουλα του λαγού ακόμα ζεστά. Σε αυτό το χτι, το μοναδικό κλαρί που ήταν ένας μικρός σχίνος τον οποίο μπορούσε με τον σκεπάσει με το σακάκι του. Ο λαγός σκέφτηκε πρέπει να είναι εκεί από κάτω. Πήγε σιγά – σιγά και με το σακάκι σκέπασε το σχίνο και τον έπιασε. Πηγαίνοντας στο χωριό τον είδε ο καθηγητής Αντώνης Πετσετάκης και του είπε αν πουλάει το λαγό. Τον πούλησε 10 δραχμές τότε και με αυτές πήρε μπαρούτι και σκάγια από τον μπακάλη Σταμάτη Μαύρο. Ήταν ακριβό είδος τότε τα πυρομαχικά και τις περισσότερες φορές μπαρούτι, σκάγια και καψούλια,οι κυνηγοί της Χώρας τα έπαιρναν με αυγά που έδιναν στον μπακάλη.
Ο Κώστας Λουλακάκης εκτός της Αμοργού κυνήγησε μια φορά στα Κουφόδεντρα της Σπερχειάδας, με την καραμπίνα του κουνιάδου του Παναγιώτη Παπαδογιάννη και χτύπησε δυο τσίχλες και πριν από 10 χρόνια σταμάτησε να κυνηγά στην Αμοργό.
Την ημέρα που κρέμασε το όπλο, είπε στη γυναίκα του πως πάει να χτυπήσει μια πέρδικα και πρέπει να είναι έτοιμη να τη μαγειρέψει. Ξεκίνησε λοιπόν, πήγε στα Κουδουμέδια, μια τοποθεσία που οι Χωραΐτες πηγαίνουν ακόμα τις μαρτίνες, τις οικόσιτες δηλαδή προβατίνες τους και πριν ακόμα φτάσει στα γκρεμά, χτύπησε μια πέρδικα. Δεν ήθελε άλλη, την πήγε σπίτι και την μαγείρεψε η γυναίκα του Μαρία. Έτσι συμβολικά έκλεισε έξη δεκαετίες κυνηγιού, με την τελευταία πέρδικα στο τραπέζι!
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο του "Έθνους",
"Έθνος - Κυνήγι", σελ. 00 - 00, 00/00/2006.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Με τον Κώστα Λουλακάκη μιλήσαμε αρκετές ώρες τον Οκτώβριο του 2006 και ανάμεσα στις πολύτιμες για τη ζωή της μεταπολεμικής Αμοργού καταθέσεις του, -πέρα από το κυνήγι και την ομάδα των κυνηγών εκείνης της εποχής- είπε πολλά και για το ψάρεμα και τους ψαράδες, στοιχεία τα οποία θα συμπεριληφθούν σε σχετική δημοσίευση.

Στη χάρη του Άι – Γιώργη μύρισε λιβάνι
Είναι κρίμα λένε ντόπιοι και ξένοι που το καλοκαίρι κρατάει τόσο στα Θολάρια και δεν μπορούν να ακούνε τους στίχους του Νικόλα και την ορχήστρα του όλο το χρόνοΔημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2007, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».

Έτσι που το έφεραν τα χρόνια, η γενιά τους χρεώθηκε να σώσει αυτά που ενώ πριν από λίγα χρόνια ενώ ήταν κομμάτι της ζωής τους κόντεψε να χαθούν για πάντα…
Σε ένα χωριό που έσφυζε κάποτε από ζωή, μόνο δυο γυναίκες έμειναν να συντηρούν μια σπουδαία τέχνη και να μπορούν μάλιστα να ζουν από αυτή.Δημοσιεύτηκε στην "Ελευθεροτυπία",
6/02/2008, σελ. 2, στήλη "Ανθρώπινα".

Δημοσιεύτηκε στην "Ελευθεροτυπία",
09/10/2007, σελ. 2, στήλη "Ανθρώπινα".




- Η Ελένη πως έβλεπε την αφοσίωσή σου στα ηλεκτρονικά μηχανήματα;