Ο Κώστας Λουλακάκης το 1949 που τον φωτογράφισε ο Ρόμπερτ Λιντέλ πάνω από τα βράχια του Μοναστηριού
Κάποτε κανένα σημείο της Αμοργού δεν ήταν ακαλλιέργητο και όλο το νησί ήταν γεμάτο ζωή και θηράματα
Πάνε καμιά πενηνταριά χρόνια από τότε που ο Κώστας Λουλακάκης εγκατέλειψε την Αμοργό για να εργαστεί στην Αθήνα όπου ζει σήμερα συνταξιούχος. Ο νους του όμως συχνά γυρίζει πίσω και θυμάται, εκτός από τα χρόνια της νιότης του, το νησί και τους ανθρώπους του. Δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια και τα αγαθά της αμοργινής γης δεν έφταναν να γεμίσουν το τραπέζι της οικογένειας. Γι’ αυτό όσοι διέθεταν ένα όπλο κυνηγούσαν, ενώ κάποιοι άλλοι που είχαν βάρκες ψάρευαν.
Ο Κώστας Λουλακάκης ξεκίνησε να κυνηγά το 1949 και το πρώτο θήραμα του ήταν τι άλλο, από πέρδικες, που τότε ήταν γεμάτο το νησί. Εκεί στο Καλογερικό, στο μονοπάτι που οδηγεί ακόμα από τη Χώρα στο μοναδικό μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας ο Ρόμπερτ Λιντέλ, ένας Άγγλος καθηγητής που περιηγούνταν τα ελληνικά νησιά, τον φωτογράφισε και η φωτογραφία αυτή κοσμεί τις σελίδες του ανέκδοτου ακόμη στην Ελλάδα σπουδαίου έργου του, με τις εντυπώσεις του από τα νησιά.
Αυτόν τον άνθρωπο που είχε χαθεί στα μονοπάτια της Αμοργού, ο Κώστας πήρε το βράδυ στο σπίτι του, του έβαλε στο τραπέζει αμοργινές ελιές και φάβα και τον φιλοξένησε μερικές ημέρες. Αποτέλεσμα αυτής της φιλοξενίας ήταν να δημιουργηθεί μια ωραία φιλία με τον Λιντέλ, ο οποίος έζησε κατόπιν και δίδαξε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, φιλία η οποία έκλεισε πριν από τρία χρόνια με το θάνατο του Άγγλου.
Θαυμάζοντας πρόσφατα αυτή τη φωτογραφία η οποία δείχνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα της σκληρής Αμοργού και φυσικά έναν χαρακτηριστικό Αμοργινό νέο με το τουφέκι του στον ώμο ξεκινήσαμε μια όμορφη κουβέντα.
Μια κουβέντα που εκτός από την κυνηγετική του δραστηριότητα επεκτάθηκε σε ένα σωρό πράγματα για την Αμοργό εκείνης της εποχής. Το πρώτο κυνηγετικό όπλο που κράτησε ο Κώστας στα χέρια του ήταν ένα προπολεμικό μονόκαννο εμπροσθογεμές με κόκορα το οποίο είχε γλιτώσει από τους Ιταλούς και το οποίο έχασε, όταν το πήγε αργότερα σε ένα οπλουργό στην Αθήνα για να το μετατρέψει σε οπισθογεμές! Ανάλογα όπλα είχαν και οι υπόλοιποι κυνηγοί της Χώρας, ο Κώστας Βλαβιανός, ο Νικήτας Νομικός του Κουρέα, ο Λευτέρης του Λεσκέρη και ο Μιχάλης Πάσσαρης ή Αλλόκοτος, ο οποίος έκανε και τον οπλουργό. Αυτός είχε φύγει από την Αστυνομία Πόλεων που υπηρετούσε, γύρισε στο νησί και εγκαταστάθηκε σε μια ερημική αγροικιά στο Βουνί και έκανε εργαστήριο επισκευής όπλων και εξυπηρετούσε όλους τους Αμοργίνους.
Στην ομάδα των κυνηγών της Χώρας που κυνηγούσαν στο Βαρμά, στο Λέλη και στο Ρίχτι προς την Αιγιάλη, συμμετείχε τότε και ο χωροφύλακας Γιάννης Δρακάκης,
ο οποίος σήμερα ζει σχεδόν μόνιμα στην Αμοργό και παρά τα χρόνια του είναι ο δεινότερος ψαροντουφεκάς και χταποδάς στη Νικουριά. Ως καλύτερο όμως κυνηγό, όλοι αναγνώριζαν τον Λούκα Βλαβιανό ο οποίος είχε τη δυνατότητα τότε να διαθέτει το μοναδικό δίκανο όπλο στη Χώρα. Σκυλιά θυμάται πως διατηρούσαν μόνο ο Νικήτας Νομικός και ο Γιάννης Δρακάκης.
Ο καλύτερος όμως τόπος της Αμοργού για πέρδικες ήταν ο επιβλητικός, δύσκολος Σταυρός γιατί είχε κτήματα που καλλιεργούσαν Λαγκαδινοί και Θολαριώτες σιτάρια και φάβα και εκεί βοσκούσαν τα πουλιά. Όντως, όποιος περπατήσει σήμερα στο Σταυρό, ένα μοναδικό σημείο της Αμοργού θα δει ότι παντού υπάρχουν χτιά (ξερολιθιές) και πάμπολλα αλώνια στα οποία πήγαιναν τότε κοπάδια – κοπάδια οι πέρδικες, πάνω από 25 πουλιά το καθένα, να πάρουν το μερτικό τους από τη σοδειά.
Ο Κώστας θυμάται την πρώτη επιτυχία του στο Ρίχτι, το 1949 που είχε πάει με το Βαγγέλη Μανιάτικη και χτύπησαν πέντε πέρδικες. Για να εντυπωσιάσουν το χωριό, οι δυο νέοι κυνηγοί, όταν γύριζαν γέμισαν τον τροβά φύλλα και έβαλαν πάνω - πάνω τις πέρδικες να φαίνονται και πέρασαν από την πλατεία. Όσοι τους είδαν νόμισαν πως όλος ο τροβάς ήταν γεμάτος πουλιά και πολλοί ήταν εκείνοι που πήγαν στο σπίτι να δούνε το αποτέλεσμα και στην κατσαρόλα!
Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία του ήταν στον Άγιο Δημήτριο, όταν μια ημέρα είδε το κεφάλι μιας πέρδικας στον ψηλό τοίχο ενός αλωνιού με κατσούνι (φάβα). Την είδε που σηκώθηκε, τη σημάδεψε και έπεσε. Στο μεταξύ, μετά τον πυροβολισμό, το κοπάδι πέταξε προς την αντικρινή πλαγιά και τουφέκισε πάλι. Όταν πήγε να πάρει το χτυπημένο από την πρώτη τουφεκιά πουλί είδε πως δίπλα της ήταν άλλα τέσσερα! Τι είχε συμβεί; Λόγω της πρωινής θαμπάδας, δεν είδε πως στο αλώνι ήταν συγκεντρωμένες και άλλες πέρδικες. Με την άλλη τουφεκιά είχε χτυπήσει τρεις!
Δεν κυνηγούσε όμως μόνο πέρδικες ο Κώστας Λουλακάκης.
Στα φτερά του Μοναστηριού, οι πανύψηλοι δηλαδή βράχοι πάνω από την Μονή της Χοζοβιώτισσας φώλιαζαν μεγάλα κοπάδια από αγριοπερίστερα τα οποία ξεπερνούσαν τα 300 συνήθως και τα κυνηγούσαν όταν βοσκούσαν στα σχίνα. Η μεγαλύτερη επιτυχία του με αυτό το θήραμα ήταν στις αρχές του ’50 στο καρτέρι, στο καλύβι της Αγίας Άννας με μια πολεμίστρα (θυρίδα) απέναντι από το νερό στο Καραβοστάσι. Πήγαιναν και σε ένα άλλο νερό στην Αγία Άννα, απέναντι από το μεγάλο Βριόκαστρο είχε τρεχούμενο νερό και ξεδιψούσαν τα πουλιά. Εκεί γέμιζε πάντα ένα τροβά περιστέρια. Δεν θυμάται να έφευγαν ποτέ από το καρτέρι με λιγότερα από δέκα – δεκαπέντε πουλιά. Και όταν τα έβρισκαν να βοσκούν στα σχίνα είχαν επίσης επιτυχίες. Με μια τουφεκιά χτυπούσαν τουλάχιστον πέντε!
Η Αμοργός ήταν επίσης ένα από τα ετήσια περάσματα των τρυγονιών και το καλύτερο σημείο για το κυνήγι τους ήταν ο Χλιός Άνεμος, στο μέσο του νησιού, εκεί που αρχίζει να υψώνεται ο Αι Λιας. Την άνοιξη δεν τα χτυπούσαν γιατί ήταν αδύνατα, ενώ το Σεπτέμβρη γέμιζαν και με αυτά τροβάδες. Χτυπούσαν ακόμα ορτύκια, μπεκάτσες, τσαλαπετεινούς. Έρχονταν κατά κύματα και προτιμούσαν τις ελιές στα Κατάπολα και στην Αιγιάλη. Για ορτύκια πήγαιναν τον Σεπτέμβριο στα αμπέλια, δεν τα έπιαναν όμως με δίχτια όπως στη Σαντορίνη. Τον χειμώνα όταν ξεσπούσε κακοκαιρία κυνηγούσαν αγριόπαπιες στα ρέματα, ιδιαίτερα στο ρέμα του Φονιά που κατέβαζε πολύ νερό καθώς και μπεκάτσες και μπεκατσόνια.
Από αρπακτικά ζώα το νησί δεν είχε, είχε μόνο κουνάβια και τα οποία κυνηγούσαν ομάδες κρητικών οι οποίοι πήγαιναν στο νησί για αυτό το λόγο. Δεν τα τουφεκούσαν για να μη χαλάει το δέρμα τους. Γι’ αυτό έσκαβαν το έδαφος, έχωναν ένα μπουρί της σόμπας και έβαζαν στον πάτο του ρέγκες και ψάρια. Όταν έμπαινε το κουνάβι μέσα, γλιστρούσε δεν μπορούσε να βγει. Το δέρμα τους έκανε μια χρυσή λίρα. Τα έγδερναν από το στόμα. Θυμάται μια φορά ο πατέρας του έπιασε ένα κουνάβι σε μια τρύπα με το σακάκι του να μην τον φάει, το τύλιξε και το έφερε στο σπίτι και προσπάθησε να το κάνει κατοικίδιο. Στο τέλος έφυγε.
Είχε και πολλούς λαγούς τότε το νησί αλλά ο Κώστας μόνο μια φορά χτύπησε έναν. Έχει όμως πιάσει όμως κάποτε έναν ζωντανό, όταν είχε πάει μια φορά για πέρδικες. Ήταν επτά το πρωί και όπως ήταν σε ένα ύψωμα, βλέπει τη βέρβουλα του λαγού ακόμα ζεστά. Σε αυτό το χτι, το μοναδικό κλαρί που ήταν ένας μικρός σχίνος τον οποίο μπορούσε με τον σκεπάσει με το σακάκι του. Ο λαγός σκέφτηκε πρέπει να είναι εκεί από κάτω. Πήγε σιγά – σιγά και με το σακάκι σκέπασε το σχίνο και τον έπιασε. Πηγαίνοντας στο χωριό τον είδε ο καθηγητής Αντώνης Πετσετάκης και του είπε αν πουλάει το λαγό. Τον πούλησε 10 δραχμές τότε και με αυτές πήρε μπαρούτι και σκάγια από τον μπακάλη Σταμάτη Μαύρο. Ήταν ακριβό είδος τότε τα πυρομαχικά και τις περισσότερες φορές μπαρούτι, σκάγια και καψούλια,οι κυνηγοί της Χώρας τα έπαιρναν με αυγά που έδιναν στον μπακάλη.
Ο Κώστας Λουλακάκης εκτός της Αμοργού κυνήγησε μια φορά στα Κουφόδεντρα της Σπερχειάδας, με την καραμπίνα του κουνιάδου του Παναγιώτη Παπαδογιάννη και χτύπησε δυο τσίχλες και πριν από 10 χρόνια σταμάτησε να κυνηγά στην Αμοργό.
Την ημέρα που κρέμασε το όπλο, είπε στη γυναίκα του πως πάει να χτυπήσει μια πέρδικα και πρέπει να είναι έτοιμη να τη μαγειρέψει. Ξεκίνησε λοιπόν, πήγε στα Κουδουμέδια, μια τοποθεσία που οι Χωραΐτες πηγαίνουν ακόμα τις μαρτίνες, τις οικόσιτες δηλαδή προβατίνες τους και πριν ακόμα φτάσει στα γκρεμά, χτύπησε μια πέρδικα. Δεν ήθελε άλλη, την πήγε σπίτι και την μαγείρεψε η γυναίκα του Μαρία. Έτσι συμβολικά έκλεισε έξη δεκαετίες κυνηγιού, με την τελευταία πέρδικα στο τραπέζι!
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο του "Έθνους",
"Έθνος - Κυνήγι", σελ. 00 - 00, 00/00/2006.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Με τον Κώστα Λουλακάκη μιλήσαμε αρκετές ώρες τον Οκτώβριο του 2006 και ανάμεσα στις πολύτιμες για τη ζωή της μεταπολεμικής Αμοργού καταθέσεις του, -πέρα από το κυνήγι και την ομάδα των κυνηγών εκείνης της εποχής- είπε πολλά και για το ψάρεμα και τους ψαράδες, στοιχεία τα οποία θα συμπεριληφθούν σε σχετική δημοσίευση.
2 σχόλια:
Πραγματιτρεις ηταν οι ιστορικοι κυνηγοι της Αμοργου ολων των εποχων, Νικητας Πολυγιαννης στο Κατω Ακρωτηρι,Λουκας Βλαβιανος η Λουκας του Θωμα και ο Νικητας Νομικος η του Κουρεα. Τον πρωτο δεν τον προλαβα εχω ακουσει μονο για αυτον απο τους αλλους δυο εστω και αν ηταν θειος μου. Με τον Λουκα τον Θωμα ετυχε κανα δυο φορες να βρεθω στο κυνηφι μαζι του ενω ο τριτος μαζι με τα αδελφια του με εμυησαν σε αυτο το θαυμασιο σπορ. Τοτε πραγματι ηταν σπορ σημερα το 95% των κυνηγων οτιδηποτε αλλο ειναι εκτος απο σπορτσμαν. Για τον πρωτο που κυνηγησε σχεδον παντα με ομπροσθογεμες οπλο και μονο λιγο με οπισθογεμες μου λεγανε οτι στο οπισθογεμες γεμιζε τις σφερες με το χερι του γιατι ετσι και αλλιος μονο τα κεντρικα σκαγια πηγαινανε στον στοχο τους. Ο δευτερος θυμαμαι μια φορα μαζι του στο κυνηγι εβγαλε ενα λαγο γυρισε και μου ειπε, τον κακομοιρη που νομιζει πως θα παει και μετα σηκωσε το οπλο του τον σημαδεψε και τον πηρε και μου απηγγειλε παντα στα αρχαια τα κειμενα των αρχαιων ελληνων για το κυνηγι δεδομενου οτι αυτος ηταν ο μονος που ειχε τελιωσει τοτε το σχολαρχειο . Για τον τριτο που τον εζησα παρα πολυ εχω παρα πολλα να διηγηθω αλλα θα περιοριστω στις μεγαλυτερες κυνηγετικες του αρετες. Το καλλυτερο κυνηγετικο σκυλο μπασταρδο με λιγο ρατσα Γκεκα ονοματι Μπρακ που γνωρισα στην ζωη μου και ενα φοβερο ακουραστο περπατημα με μεγαλο διασκελισμο και υπεροχο σημαδι ηταν οι λογοι που ισως τον εκαναν να ειχε περισσοτερες επιτυχιες απο τους αλλουσ δυο. Τα βασικα διδαγματα που πηρα απο αυτον ηταν, ποτε η περδικα δεν τουφεκιζεται μακρυτερα απο 35 μετρα γιατι οι περισσοτερες πιθανοτητες ειναι να την σκαγιαρεις και να μην την βρεις ποτε και ειναι κριμα. Οσο υπαρχουν στο νησι διαβαταρικα πουλια οι περδικες δεν κηνυγουντε,αν λαβωσεις μια περδικα και πεσει σταματας να κυνηγας εως οτου την βρεις αν δεν την βρεις γυριζεισ σπιτι σου και το τελευταιο και σοβαρωτερο οταν σε ενα κοπαδι ειναι μονο 6 με 8 περδικες δεν κυνηγεται πια. Τοτε υπηρχαν πολυ μεγαλα κοπαδια που σου δειναν την δυνατοτητα παρα ταυτα να πιασεις και πανω απο 10 περδικες.Την 10ετια ομως του 80 με τους πρωτους δρομους στο νησιηρθαν στην αμοργο με καικια παριανοι και σαντορινοι κυνηγοι που γεμιζαν με σκοτωμενες περδικες σακουλες τεραστιες απορρηματων, ακουγωντουσαν αριθμοι του τυπου διακοσιες τοσες περδικες μονο απο ενα ατομο που περηφανευωντουσαν μεσα στα καφενεια. Και ετσι αφανησαν και ενα κοπαδακι καμμια 20ρια ασπρες περδικες των αλπεων που υπηρχαν στην τοποθεσια Ριχτυ και που εμεις ποτε δεν κυνηγουσαμε. Αυτοι ειναι σημερα οι κυνηγοι δυστυχως.
Καμμια αλλοι φορα θα σας στειλω φωτογραφιες των ως ανω κυνηγων.
Πραγματιτρεις ηταν οι ιστορικοι κυνηγοι της Αμοργου ολων των εποχων, Νικητας Πολυγιαννης στο Κατω Ακρωτηρι,Λουκας Βλαβιανος η Λουκας του Θωμα και ο Νικητας Νομικος η του Κουρεα. Τον πρωτο δεν τον προλαβα εχω ακουσει μονο για αυτον απο τους αλλους δυο εστω και αν ηταν θειος μου. Με τον Λουκα τον Θωμα ετυχε κανα δυο φορες να βρεθω στο κυνηφι μαζι του ενω ο τριτος μαζι με τα αδελφια του με εμυησαν σε αυτο το θαυμασιο σπορ. Τοτε πραγματι ηταν σπορ σημερα το 95% των κυνηγων οτιδηποτε αλλο ειναι εκτος απο σπορτσμαν. Για τον πρωτο που κυνηγησε σχεδον παντα με ομπροσθογεμες οπλο και μονο λιγο με οπισθογεμες μου λεγανε οτι στο οπισθογεμες γεμιζε τις σφερες με το χερι του γιατι ετσι και αλλιος μονο τα κεντρικα σκαγια πηγαινανε στον στοχο τους.
Συνεχεια μετα
Δημοσίευση σχολίου