κι ο κόπος του εκεί ακόμα ανασαίνει
Όταν πριν από καμιά 75αριά χρόνια άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο ο Βασίλης Σδούκος από το Κεφαλοχώρι -πρώην Λυκόραχη και παλιότερα Λούψικο- της Κόνιτσας, ένα πράγμα έβαλε ως στόχο ζωής. Να κάνει πολλά, πολλά πρόβατα!
Η επιθυμία του αυτή άρχισε να πραγματώνεται και να γίνεται ουσία μετά το 1964, όταν μετά από ένα σωρό περιπέτειες που είχαν σχέση με τις συγκρούσεις του Εμφυλίου στην περιοχή του Γράμου, επέστρεψε από την Αλβανία όπου είχε μετακινηθεί μαζί με άλλους συντοπίτες του για βρίσκονται έξω από το θέατρο των αιματηρών επιχειρήσεων, με καμιά δεκαριά προβατάκια. Αυτό το ισχνό «σημάδι» αποτέλεσε τη μαγιά για ένα μεγάλο κοπάδι που στην περίοδο της ακμής του, μετρούσε 600 κεφάλια και με διάφορες αυξομειώσεις στα χρόνια που πέρασαν, έφτασε να το παραδώσει ακέραιο πριν από ενάμισι χρόνο στο γιο του Δημήτρη που συνεχίζει με επιτυχία την κτηνοτροφική παράδοση της οικογένειας.Από τότε, ο μπάρμπα Βασίλης, έμαθε να ζει με τις μνήμες του και όταν τον πλάκωνε ο καημός του βουνού έπιανε τη φλογέρα του και σαν από θαύμα, ένοιωθε πως ήταν στις Αρένες, στην Πέτρα Μούκα, στον Άνω και Κάτω Καμπίτσιο κοντά στα πρόβατα και ανάμεσα στα υπέροχα σκυλιά του! Τόφεραν όμως τα πράγματα, να τον ανεβάσουν τις μέρες που πέρασαν μέχρι εκεί που βόσκαγε κάποτε το κοπάδι και σαν βρέθηκε ανάμεσά στα πρόβατα, ένοιωσε την ψυχή του να πετάει πάλι στον ουρανό της Πίνδου. Χάιδεψε με τη ματιά του το κοπάδι κι όλα τα ζωντανά μόλις τον κατάλαβαν, σα μαγεμένα έκαναν ένα κύκλο γύρω του για να τον επιβεβαιώσουν ακόμη μια φορά, πως ότι έσπειρε στα νιάτα του, δεν έπεσε σε στέρφο λιβάδι…
Η επιθυμία του αυτή άρχισε να πραγματώνεται και να γίνεται ουσία μετά το 1964, όταν μετά από ένα σωρό περιπέτειες που είχαν σχέση με τις συγκρούσεις του Εμφυλίου στην περιοχή του Γράμου, επέστρεψε από την Αλβανία όπου είχε μετακινηθεί μαζί με άλλους συντοπίτες του για βρίσκονται έξω από το θέατρο των αιματηρών επιχειρήσεων, με καμιά δεκαριά προβατάκια. Αυτό το ισχνό «σημάδι» αποτέλεσε τη μαγιά για ένα μεγάλο κοπάδι που στην περίοδο της ακμής του, μετρούσε 600 κεφάλια και με διάφορες αυξομειώσεις στα χρόνια που πέρασαν, έφτασε να το παραδώσει ακέραιο πριν από ενάμισι χρόνο στο γιο του Δημήτρη που συνεχίζει με επιτυχία την κτηνοτροφική παράδοση της οικογένειας.Από τότε, ο μπάρμπα Βασίλης, έμαθε να ζει με τις μνήμες του και όταν τον πλάκωνε ο καημός του βουνού έπιανε τη φλογέρα του και σαν από θαύμα, ένοιωθε πως ήταν στις Αρένες, στην Πέτρα Μούκα, στον Άνω και Κάτω Καμπίτσιο κοντά στα πρόβατα και ανάμεσα στα υπέροχα σκυλιά του! Τόφεραν όμως τα πράγματα, να τον ανεβάσουν τις μέρες που πέρασαν μέχρι εκεί που βόσκαγε κάποτε το κοπάδι και σαν βρέθηκε ανάμεσά στα πρόβατα, ένοιωσε την ψυχή του να πετάει πάλι στον ουρανό της Πίνδου. Χάιδεψε με τη ματιά του το κοπάδι κι όλα τα ζωντανά μόλις τον κατάλαβαν, σα μαγεμένα έκαναν ένα κύκλο γύρω του για να τον επιβεβαιώσουν ακόμη μια φορά, πως ότι έσπειρε στα νιάτα του, δεν έπεσε σε στέρφο λιβάδι…
Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»,
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».
00/00/2008, σελ. 2, στήλη «Ανθρώπινα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου